-
1 ιστιών
ἑστίαhearth of a house: fem gen pl (epic ionic)ἑστιάωreceive at one's hearth: pres part act masc voc sg (ionic)ἑστιάωreceive at one's hearth: pres part act neut nom /voc /acc sg (ionic)ἑστιάωreceive at one's hearth: pres part act masc nom sg (attic epic ionic) -
2 ἱστιῶν
ἑστίαhearth of a house: fem gen pl (epic ionic)ἑστιάωreceive at one's hearth: pres part act masc voc sg (ionic)ἑστιάωreceive at one's hearth: pres part act neut nom /voc /acc sg (ionic)ἑστιάωreceive at one's hearth: pres part act masc nom sg (attic epic ionic) -
3 ιστίων
ἱ̱στίων, ἑστιάωreceive at one's hearth: imperf ind act 3rd pl (ionic)ἱ̱στίων, ἑστιάωreceive at one's hearth: imperf ind act 1st sg (ionic)ἑστιάωreceive at one's hearth: imperf ind act 3rd pl (ionic)ἑστιάωreceive at one's hearth: imperf ind act 1st sg (ionic)ἱστίονweb: neut gen pl -
4 ἱστίων
ἱ̱στίων, ἑστιάωreceive at one's hearth: imperf ind act 3rd pl (ionic)ἱ̱στίων, ἑστιάωreceive at one's hearth: imperf ind act 1st sg (ionic)ἑστιάωreceive at one's hearth: imperf ind act 3rd pl (ionic)ἑστιάωreceive at one's hearth: imperf ind act 1st sg (ionic)ἱστίονweb: neut gen pl -
5 μετα-βολή
μετα-βολή, ἡ, das Umwerfen, Umsetzen, die Veränderung; μεταβολαὶ ἱστίων, wenn der Wind sich ändert, Pind. P. 4, 292; κακῶν, Eur. Herc. Fur. 734; λίαν διδοῦσα μεταβολάς I. T. 722, öfter; αἱ μεταβολαὶ τῶν ὡρέων, bes. plötzlicher Witterungswechsel, Her. 2, 77; ἡ μεταβολὴ ἡ ἐς Ἕλληνας, 1, 57, bezieht sich auf die Veränderung der Volksnamen in den der Hellenen; κακοῦ εἰς ἀγαϑόν Plat. Ax. 366 b, öfter; ἐκ φιλοτίμου εἰς φιλοχρήματον Rep. VIII, 553 d; ἐκ προστάτου ἐπὶ τύραννον 565 d, öfter, s. auch μεταβάλλω. Oft bei den Oratt.; μεταβολὴ πολλή μοι ἐγένετο, Is. 1, 1; καὶ μετάστασις, Dem. 2, 13; Sp., ἡ περὶ τὸν βίον μετ., Plut. Them. 3; ἡ πρὸς τὸ βέλτιον μετ., Luc. V. H. 1, 30, wie εἰς τοὐναντίον, Pol. 6, 3, 1; ἐπὶ τὸ χεῖρον, 18, 6, 6; auch ἡ πρὸς τοὺς Ῥωμαίους μετ., der Abfall zu den Römern, 9, 26, 2 u. öfter; Pol. braucht es auch oft von tactischen Bewegungen und Schwenkungen, 11, 18. 1, 50. 51; ἐκ μεταβολῆς, umgekehrt, 1, 61, 7; D. Sic. 13, 24. – Veränderlichkeit, im plur., Xen. Hell. 2, 3, 33.
-
6 δί-αρσις
δί-αρσις, ἡ, Erhebung, des Schwertes, ἡ ἐκ διάρσεως μάχη, Pol. 2, 33, der Kampf mit dem Schwert; ἱστίων, das Aufziehen der Segel, D. Sic. 3, 40.
-
7 ἐπ-εις-ηγέομαι
ἐπ-εις-ηγέομαι, noch dazu einführen, zeigen, τοῖς ναυτικοῖς τὴν τῶν ἱστίων χρείαν D. Sic. 5, 7.
-
8 διαρσις
-
9 επεισηγεομαι
(сверх чего-л.) вводить -
10 ιστιον
ἐν χρόνῳ μεταβολαὴ ἱστίων погов. Pind. — своевременная смена парусов, т.е. изменение образа действий
-
11 καταδιφθεροω
-
12 κρικος
(ῐ) ὅ1) кольцоἐπὴ κρίκον ἕστορι βάλλον Hom. — (запрягая коней), они надели кольцо на (яремный) стержень;
2) кольцо, перстень Arst., Sext.3) браслет Plut. -
13 μεταβολη
ἥ1) поворачивание, поворот(ἱστίων Pind.; ἥ πρὸς τὸ βέλτιον μ. Luc.)
ἐκ μεταβολῆς Polyb. — наоборот, напротив2) смена, перемена(ἱματίων Xen.; τῶν ὡρέων Her.)
3) изменение, превращение(ἐκ προστάτου ἐπὴ τύραννον, ἐκ φιλοτίμου εἰς φιλοχρήματον Plat.)
ἀπραγμοσύνης μ. Thuc. — обращение к бездеятельности, утрата активности4) переход(ἐς Ἕλληνας Her.; πρὸς Ῥωμαίους Polyb.)
ἐκ τοῦ εἶναι ἐπὴ τὸ μέ εἶναι μ. Plat. — переход из бытия в небытие;ἥ ἐναντία μ. Thuc. — переход в нечто противоположное, т.е. коренные изменения5) прекращение, конецμ. κακῶν Eur. — конец злодействам;
μ. τῆς ἡμέρης Her. и μ. ἡλίου Plat. — затмение солнца;τῶν πολιτειῶν αἱ μεταβολαὴ καὴ ἐπιδοχαί Thuc. — государственные перевороты6) перемещение, переселение, странствование(ἐκ τῶν ἐσχάτων τόπων Arst.)
7) pl. изменчивость, непостоянство(τινος Xen.)
8) меновая торговля, товарообмен(ἐπὴ μεταβολῇ πλεῖν Thuc.)
-
14 προσδεω
I[δέω I] привязывать, прикреплять(τοὺς κρίκους τῶν ἱστίων Her.; τὸ ξόανον τῇ βάσει Diod.)
IIпреимущ. med. προσδέομαι [δέω II]1) еще нуждаться, иметь потребностьλύπης τί προσδεῖς ; Eur. — какого горя еще тебе нужно?;
ἀκούσατε ὧν προσδεῖν δοκεῖ μοι Xen. — послушайте, что еще, по-моему, нужно;ἀνδρῶν προσδεῖ ἡμῖν impers. Xen. — у нас не хватает людей;διδασκαλίας ἂν ὡς οὐκ εἰδόσι προσέδει Thuc. — надо бы поучиться тем, кто (этого) не знает;οὐκέτι προσδεῖ ἐρέσθαι Plat. — не к чему больше спрашивать;ὀλίγα μὲν ἦλθον ἔχοντες χρήματα, πολλῶν δὲ προσεδεήθησαν Lys. — они взяли с собой немного денег, а нужно было им еще много2) еще желать, стремиться(προσδεῖσθαι τῆς ἀρχῆς Xen.)
3) просить, требоватьτὰ οἱ Δόλογκοι προσεδέοντο αὐτοῦ Her. — то, о чем просили его долонки -
15 буер
το παγόπλοιο, το πλοιάριο που κινήται με την βοήθεια ιστίων επί πάγου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > буер
-
16 паруса
астр. о αστερισμός των Ιστίων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > паруса
-
17 ἱστίον
1 sailἐξίει δ' ὥσπερ κυβερνάτας ἀνὴρ ἱστίον ἀνεμόεν P. 1.92
μεταβολαὶ λήξαντος οὔρου ἱστίων P. 4.293
ἀνὰ δἱστία τεῖνον πρὸς ζυγὸν καρχασίου N. 5.51
οὐδέ ποτε ξενίαν οὖρος ἐμπνεύσαις ὑπέστειλ' ἱστίον ἀμφὶ τράπεζαν I. 2.40
-
18 μεταβολά
-
19 οὖρος
------------------------------------οὖρος (ὁ)1 guardianἈχιλεύς, οὖρος Αἰακιδᾶν I. 8.55
------------------------------------1 breezeναυσιφορήτοις δ' ἀνδράσι πρώτα χάρις πομπαῖον ἐλθεῖν οὖρον P. 1.34
μεταβολαὶ λήξαντος οὔρου ἱστίων P. 4.292
esp. met.,λτ;γτ;ενοφῶντος εὔθυνε δαίμονος οὖρον O. 13.28
ὄφρα Λατοίδαισιν ὀφειλόμενον Πυθῶνί τ' αὔξῃς οὖρον ὕμνων P. 4.3
εὔθυν' ἐπὶ τοῦτον, ἄγε, Μοῖσα, οὖρον ἐπέων εὐκλέα N. 6.28
οὐδέ ποτε ξενίαν οὖρος ἐμπνεύσαις ὑπέστειλ' ἱστίον ἀμφὶ τράπεζαν I. 2.40
ἄλλοτε δ' ἀλλοῖος οὖρος πάντας ἀνθρώπους ἐπαίσσων ἐλαύνει I. 4.5
------------------------------------v. ὄρος -
20 δίαρσις
II = δίαρμα 11, Longin.8.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δίαρσις
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἱστιῶν — ἑστία hearth of a house fem gen pl (epic ionic) ἑστιάω receive at one s hearth pres part act masc voc sg (ionic) ἑστιάω receive at one s hearth pres part act neut nom/voc/acc sg (ionic) ἑστιάω receive at one s hearth pres part act masc nom sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱστίων — ἱ̱στίων , ἑστιάω receive at one s hearth imperf ind act 3rd pl (ionic) ἱ̱στίων , ἑστιάω receive at one s hearth imperf ind act 1st sg (ionic) ἑστιάω receive at one s hearth imperf ind act 3rd pl (ionic) ἑστιάω receive at one s hearth imperf ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek
πτύξη — η / πτύξις, εως, ΝΜΑ [πτύσσω] το δίπλωμα, η δίπλωση, το να διπλώνει κανείς κάτι νεοελλ. 1. βοτ. το πρότυπο διάταξης τών φύλλων στον οφθαλμό 2. ναυτ. φρ. «πτύξη ιστίων» το τύλιγμα και δέσιμο τών ιστίων χωρίς να λυθούν από τη θέση που βρίσκονται… … Dictionary of Greek
γάμμα, ακτίνες — Ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία που εκπέμπεται κατά την αποδιέγερση του πυρήνα ορισμένων ραδιενεργών στοιχείων. Δημιουργούνται επίσης κατά την εξάπλωση των σωματιδίων. Διακρίνονται από τις ακτίνες α και β λόγω της μεγαλύτερης διεισδυτικότητάς τους… … Dictionary of Greek
λάιτνινγκ — (lightning). Ιστιοφόρο ακάτιο, ενιαίου τύπου, για λεμβοδρομίες. Έχει σκάφος με ανυψωμένη κατά την κίνηση τρόπιδα και ευμετάβλητη παρέκκλιση και ανήκει στις διεθνείς κατηγορίες. Σχεδιάστηκε το 1939 από τον Αμερικανό Όλιν Στίβενς και είναι… … Dictionary of Greek
έκφορος — η, ο (AM ἔκφορος, ον) (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι έκφοροι ναυτ. τα σχοινιά τής κατώτερης σειράς που χρησιμεύουν για τη συστολή ή διαστολή τών ιστίων, κοιν. μαντιζέλο μσν. ο γνωστός σε όλους αρχ. 1. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να φέρει έξω,… … Dictionary of Greek
ίσταρχος — ό ναυτ. υπαξιωματικός που διευθύνει τους χειρισμούς τών ιστίων από το θωράκιο τού ιστού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστός + αρχος (< ἀρχός «αρχηγός» < ἄρχω), πρβλ. εφήβ αρχος, φρούρ αρχος] … Dictionary of Greek
ανακωχή — Συμφωνία στρατιωτικού χαρακτήρα με την οποία οι ανώτεροι στρατιωτικοί διοικητές των εμπόλεμων δυνάμεων αποφασίζουν την κατάπαυση των πολεμικών επιχειρήσεων, για ορισμένο χρονικό διάστημα ή επ’ αόριστον. Η κατάπαυση αυτή των επιχειρήσεων μπορεί να … Dictionary of Greek
βαθμίδα — Το σκαλί, το σκαλοπάτι· η σκαλιέρα των ναυτικών· το κάθισμα σε ένα αμφιθέατρο· η θέση, η τάξη που καταλαμβάνει κάποιος στη σταδιοδρομία του. (Γεωλ.) Χαρακτηρίζονται β. οι υποδιαιρέσεις τις οποίες καθιέρωσαν οι γεωλόγοι για κάθε σειρά ιζηματογενών … Dictionary of Greek
εκπέταση — η (AM ἐκπέτασις) άπλωμα, άνοιγμα φτερών, ιστίων κ.λπ … Dictionary of Greek