Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

μετάλλινος

См. также в других словарях:

  • μετάλλινος — η, ο κατασκευασμένος από μέταλλο («μετάλλινο κιβώτιο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέταλλο. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Ν. Κοντόπουλου] …   Dictionary of Greek

  • μετάλλινος — η, ο ο κατασκευασμένος από μέταλλο, ο μεταλλικός: Χάραξε το σχέδιο πάνω σε μια μετάλλινη επιφάνεια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -ινος — κατάλ. πολλών επιθέτων η οποία απαντά ευρέως ήδη στον Όμηρο χρησιμοποιούμενη ευρύτερα μέχρι σήμερα. Προφανώς προέκυψε αρχικά από τη σύναψη τού επιθ. νο (< IE * no ) σε θ. ονομάτων σε ι (πρβλ. ἴρ ινος < ἶρις, καννάβ ινος < κάνναβις). Τα… …   Dictionary of Greek

  • ασκοδάβλα — η (Μ ἀσκοδάβλα) 1. δερμάτινος σίκλος με στεφάνη και λαβή από ξύλο 2. μετάλλινος σίκλος για άντληση νερού από πηγάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ασκός + μσν. δαβλίν ή ταβλίν «μικρό και ελαφρό κιβώτιο»] …   Dictionary of Greek

  • ατμομανδύας — ο μετάλλινος χιτώνας διπλού τοιχώματος, ο όποιος περιβάλλει αντικείμενα για να τα διατηρεί θερμά με διοχέτευση ατμού στο ενδιάμεσο διάκενο …   Dictionary of Greek

  • διωρυγόκλειθρο — το μετάλλινος κινητός υδροφράχτης διώρυγας …   Dictionary of Greek

  • θωράκιο — Όρος της αρχιτεκτονικής που σημαίνει το στηθαίο, το παραπέτο ή κουρτέλο. Αποτελεί προτοίχισμα μικρού ύψους, από 90 έως 120 εκ., που τοποθετείται για να προφυλάσσει από την πτώση τα άτομα που κυκλοφορούν εκεί. Θ. χρησιμοποιούνται στους εξώστες,… …   Dictionary of Greek

  • καβίλια — η γόμφος ξύλινος ή μετάλλινος, βλήτρο, μπουλόνι 2. ναυτ. είδος σχοινιού με λεπτό άκρο, για να περνά εύκολα από μικρά ανοίγματα ή από τις τροχαλιοθήκες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. caviglia] …   Dictionary of Greek

  • καπνοδόχος — ο (Α καπνοδόχος, ον) αυτός που δέχεται καπνό νεοελλ. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο και η καπνοδόχος κτιστός ή μετάλλινος σωλήνας, συνήθως κατακόρυφος, που χρησιμοποιείται για την απομάκρυνση τών αερίων από τις καύσεις στις εστίες και στους λέβητες,… …   Dictionary of Greek

  • καπνοσωλήνας — ὁ ο μετάλλινος σωλήνας μέσω τού οποίου ο καπνός θερμάστρας διοχετεύεται στην καπνοδόχο και από εκεί στον ατμοσφαιρικό αέρα, το μπουρί …   Dictionary of Greek

  • κλάπα — η (Μ κλάπα, Μ πληθ. και κλάποι, οἱ) νεοελλ. 1. ξύλινο τεμάχιο ή σιδερένιο έλασμα με το οποίο συνδέονται λίθοι οικοδομής ή σανίδες 2. μετάλλινος μηχανισμός που συγκρατεί τα παραθυρόφυλλα ή τις πόρτες, στρόφιγγα, μεντεσές 3. καθεμιά από τις σανίδες …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»