-
1 μετακάρπιον
μετακάρπιονbones forming the palm of the hand: neut nom /voc /acc sg -
2 μετακάρπιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μετακάρπιον
-
3 μετακάρπιον
το анат. пясть -
4 μετακάρπιον
μετα-κάρπιον, τό, der Teil der Hand zwischen den Fingern u. dem Vorder- od. Unterarm -
5 μετακαρπίοις
μετακάρπιονbones forming the palm of the hand: neut dat pl -
6 μετακαρπίου
μετακάρπιονbones forming the palm of the hand: neut gen sg -
7 μεσο-κάρπιον
μεσο-κάρπιον, τό, v. l. für μετακάρπιον, Diosc.
-
8 μετακαρπίω
-
9 μετακαρπίῳ
-
10 καρπόχειρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καρπόχειρ
-
11 ἠθικός
Aἦθος 11
) moral, opp. διανοητικός, Arist.EN 1103a5, al.; τὰ ἠθικά a treatise on morals, Id.Pol. 1295a36, cf. Democr.4a;οἱ ἠ. λόγοι Phld. Herc.1251.13
; τὸ ἠ. φιλοσοφίας, opp. φυσικόν, διαλεκτικόν, D.L. Prooem.18;ἡ ἠ. φιλοσοφία Str.1.1.18
; ἡ ἠ. alone, Ph.1.370.II showing moral character, expressive thereof, ; πῶς.. τοὺς λόγους ἠ. ποιητέον ib. 1391b22, cf. 1395b13;ἠ. τραγῳδία Id.Po. 1456a1
; ἡ Ἰλιὰς παθητικόν, ἡ δὲ Ὀδύσσεια ἠ. ib. 1459b15; ἠ. μέλη, ἁρμονίαι, Id.Pol. 1341b34, 1342a3 ([comp] Sup.); οὐκ ἔστιν ὁ αὐλὸς ἠθικόν, ἀλλὰ.. ὀργιαστικόν ib. 1341a21; ἠ. γραφεύς, ἀγαλματοποιός, ib. 1340a38; ἠθικὴ ἡ ἐν ὀφθαλμοῖς the expression of character by the eyes, Philostr. Gym.25. Adv. -κῶς, λεκτέον (opp. ἀποδεικτικῶς) Arist.Rh. 1418a39; ἠ. μειδιάσας laughing expressively, Plu.Brut.51;ἐπικροτεῖν τὸ μετακάρπιον Aristaenet.1.27
; in character, Demetr.Eloc. 216; naturally, ib. 297.
См. также в других словарях:
μετακάρπιον — bones forming the palm of the hand neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετακαρπίοις — μετακάρπιον bones forming the palm of the hand neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετακαρπίου — μετακάρπιον bones forming the palm of the hand neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετακαρπίῳ — μετακάρπιον bones forming the palm of the hand neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετακάρπιο — Τμήμα του σκελετού του άκρου χεριού, που βρίσκεται ανάμεσα στα οστά του καρπού και στις φάλαγγες. Αποτελείται από τα πέντε μετακαρπικά οστά, τα οποία αρθρώνονται, κεντρικά μεν με τα οστά του δεύτερου στοίχου του καρπού, περιφερειακά δε με τις… … Dictionary of Greek