-
1 ἠθικεύομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἠθικεύομαι
-
2 ἠθικός
Aἦθος 11
) moral, opp. διανοητικός, Arist.EN 1103a5, al.; τὰ ἠθικά a treatise on morals, Id.Pol. 1295a36, cf. Democr.4a;οἱ ἠ. λόγοι Phld. Herc.1251.13
; τὸ ἠ. φιλοσοφίας, opp. φυσικόν, διαλεκτικόν, D.L. Prooem.18;ἡ ἠ. φιλοσοφία Str.1.1.18
; ἡ ἠ. alone, Ph.1.370.II showing moral character, expressive thereof, ; πῶς.. τοὺς λόγους ἠ. ποιητέον ib. 1391b22, cf. 1395b13;ἠ. τραγῳδία Id.Po. 1456a1
; ἡ Ἰλιὰς παθητικόν, ἡ δὲ Ὀδύσσεια ἠ. ib. 1459b15; ἠ. μέλη, ἁρμονίαι, Id.Pol. 1341b34, 1342a3 ([comp] Sup.); οὐκ ἔστιν ὁ αὐλὸς ἠθικόν, ἀλλὰ.. ὀργιαστικόν ib. 1341a21; ἠ. γραφεύς, ἀγαλματοποιός, ib. 1340a38; ἠθικὴ ἡ ἐν ὀφθαλμοῖς the expression of character by the eyes, Philostr. Gym.25. Adv. -κῶς, λεκτέον (opp. ἀποδεικτικῶς) Arist.Rh. 1418a39; ἠ. μειδιάσας laughing expressively, Plu.Brut.51;ἐπικροτεῖν τὸ μετακάρπιον Aristaenet.1.27
; in character, Demetr.Eloc. 216; naturally, ib. 297.
См. также в других словарях:
παρατροπή — η / δωρ. τ. παρατροπά, ΝΜΑ [παρατρέπω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παρατρέπω, αλλαγή κατευθύνσεως, παρέκκλιση, εκτροπή («οὐκ ἔστιν θανάτου παρατροπὰ μελέᾳ μοι», Ευρ.) 2. παρεκτροπή, λοξοδρόμηση («παρατροπὴ τῆς ὁδοῡ», Διον. Αρεοπ.) 3. (με… … Dictionary of Greek