-
101 μετ-αν-ίστημι
μετ-αν-ίστημι (s. ἵστημι), Einen von seinem Wohnsitz aufstehen lassen und ihn anderswohin führen, εἰς ἄλλας πόλεις, Pol. 9, 26, 7, u. absolut, 3, 5, 5; – in den intr. tempp. = von einem Orte weg, wo anders hingehen; μὴ δῆτ' ἀδικηϑῶ σοι πιστεύσας μεταναστάς, Soph. O. C. 172; μεταναστήσομαι, ich werde fortgehen, Plat. Conv. 223 a; οἵπ ερ μετανέστησαν παρὰ Ἀγραίους, Thuc. 3, 114; Sp., wie Philo.
-
102 μετ-αλγέω
μετ-αλγέω, hinterdrein Schmerz empfinden, bereuen; τί μεταλγεῖς τὸ δίκαιον ἔρξαι; Aesch. Suppl. 400.
-
103 μετ-αλδήσκω
μετ-αλδήσκω (s. ἀλδήσκω), umwachsen lassen, d. i. im Wachsen umgestalten, μεταλδήσκοντας ὀδόντας ἀνδράσι τευχηστῇσι, in gewaffnete Männer, Ap. Rh. 3, 414.
-
104 μετ-αλλακτήρ
μετ-αλλακτήρ, ῆρος, ὁ, der Verwechselnde, Verändernde, μισῶ μεταλλακτῆρα πουλύπουν χροός, der die Farbe wechselt, Ion trag. b. Ath. VII, 318 e.
-
105 μετ-αλλοιόω
μετ-αλλοιόω, umändern, Philo u. a. Sp.
-
106 μετ-αλλοίωσις
μετ-αλλοίωσις, ἡ, Umänderung, Schol. Aesch. Spt. 690.
-
107 μετ-αλλάσσω
μετ-αλλάσσω, att. - αλλάττω, austauschen, verändern; φύσιν, Soph. frg. 713, wie Ar. Av. 117; ϑέσμια μεταλλάξας, Her. 1, 59; τοὔνομα, Plat. Polit. 292 a; μεταβολὴν οὐ σμικρὰν βίου μεταλλάττοντας, Legg. VI, 775 c; χώραν ἑτέραν ἐξ ἑτέρας, Parmen. 138 c; χώραν, das Land wechseln, d. i. in ein anderes Land ziehen, Lycurg. 86, wie τόπον 69; vgl. οὐ γὰρ τὸν τρόπον, ἀλλὰ τὸν τόπον μόνον μετήλλαξεν, Aesch. 3, 78; Plat. sagt auch τοὺς ἀναξίους εἰς τὴν τῶν ἐπανιόντων χώραν μεταλλάττειν, hinüberführen, Tim. 19 a; – βίον, das geben wechseln, sterben, Isocr. Archid. 12; Pol. 2, 70, 6 u. öfter; auch ohne den Zusatz, Plat. Ar. 367 c 369 b; Pol. 1, 43, 4 u. oft, u. öfter bei Sp.; – absol., sich ändern, wechseln, Her. 2, 77. – Adj. verb. μεταλλακτός, verändert, Aesch. Spt. 688, Pind. fr. 241.
-
108 μετ-αίρω
μετ-αίρω (s. αἴρω), von der Stelle wegheben und anderswohin setzen; τί τόδε μεταίρεις ἐξ ἀκινήτων βάϑρων ϑεᾶς ἄγαλμα, Eur. I. T. 1157; τὸ ψήφισμα κινεῖν καὶ μεταίρειν vrbdt Dem. 19, 174; Plut. u. a. Sp.
-
109 μετ-αίτιος
μετ-αίτιος, bei Tragg. auch 3 Endgn, mitschuldig, τινί τινος, mit einem Andern Urheber, Schuld an Etwas sein, τοὺς ἐμοὶ μεταιτίους νόστου, Aesch. Ag. 785; τῆς δ' ἔστε βουλῆς, ὦ φίλαι, μεταίτιαι, Ch. 98; φόνου, 132; τῇ μεταιτίᾳ τοῦ μηδὲν αἰσχροῦ μηδ' ἐμοὶ κακοῦ τινός, Soph. Trach. 447; aber auch ἥ μοι μητρὶ μὲν ϑανεῖν μόνη μεταίτιος, 1224; τάφου μεταίτιον γενέσϑαι, Eur. Suppl. 26; τοὺς μάλιστα μεταιτίους τοῦ φόνου, Her. 2, 100; τοῦ πολέμου, 7, 156, öfter, wie bei Folgdn; gew. von etwas Schlimmem, κακουχίας, Plat. Legg. X, 615 b u. Folgde, wie Plut.
-
110 μετ-αίτης
μετ-αίτης, ὁ, der Bettler, Luc. Necyom. 15.
-
111 μετ-αίτησις
μετ-αίτησις, ἡ, das Verlangen, Schol. Od. 21, 306.
-
112 μετ-αίφνιος
μετ-αίφνιος, = ἐξαίφνης, Hesych.
-
113 μετ-αίχμιος
μετ-αίχμιος, eigtl. in der Mitte zwischen zwei Heeren, τὸ μεταίχμιον, die Mitte, der Zwischenraum zwischen zwei Heeren, Her. 6, 77. 112, vgl. Eur. Phoen. 1246. 1370; ἔστη μέσοισιν ἐν μεταιχμίοις δορός, Heracl. 803; übh. die Mitte haltend, in der Mitte stehend, ἀνὴρ γυνή τε χὥτι τῶν μεταίχμιον, Aesch. Spt. 179; ἐν μεταιχμίῳ σκότου, Ch. 61; bei Her. 8, 140, 2, ἐξαίρετόν τι μεταίχμιον τὴν γῆν κεκτημένοι, ein streitiges Gränzland, welches gleichsam nur die Mitte zwischen den an den Gränzen immer schlagfertig stehenden Heeren bildet; ζωῆς καὶ ϑανάτου sagt Comet. 2 (IX, 597); öfter auch so allgem. bei Luc. u. a. Sp.
-
114 μετ-οπωρινός
μετ-οπωρινός, im Spätherbst; ὀμβρεῖν, Hes. O. 417; Thuc. 7, 87; ὕδατα, Ath. II, 62.
-
115 μετ-οπωρίζω
μετ-οπωρίζω, dem Spätherbst ähneln, vom Frühling gesagt, Philo; vgl. Poll. 1, 62.
-
116 μετ-οπώρα
μετ-οπώρα, ἡ, Nachherbst, Spätherbst (?).
-
117 μετ-ορμίζω
μετ-ορμίζω, ion. = μεϑορμίζω.
-
118 μετ-οσσέω
-
119 μετ-ουσιαστικός
μετ-ουσιαστικός, ή, όν, Theilnahme anzeigend, bei den Gramm. das Derivativum, wie παίδειος von παῖς u. vgl., bes. die einen Stoff anzeigenden Adj.
-
120 μετ-ουσία
μετ-ουσία, ἡ, Theilnahme, οἷς μετουσία ϑεοφιλοῦς ἑορτῆς, Ar. Ran. 443; μετουσία ἐστὶν αὐτοῖς πεδίων, sie können sich die Ebenen aneignen, Xen. Cyr. 8, 5, 23; Sp., auch im plur., Dem. 21, 124.
См. также в других словарях:
μετ(α)- — και μεθ και ματα (ΑM μετ[α] , Α και μεται και πεδα ) α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής το οποίο ανάγεται στην πρόθεση / προρρηματικό μετά. Εμφανίζεται και με τη μορφή μεθ όταν το φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται (πρβλ. μεθ εόρτια, μεθ… … Dictionary of Greek
μετ'όγμους — μετ ὄγμους (Α) (κατά τον Ησύχ.) «τὰς ἐπὶ στίχον φυτείας». [ΕΤΥΜΟΛ. < μετά + ὄγμος «σειρά, γραμμή, αυλάκι»] … Dictionary of Greek
μετ' — μετά , μετά mip indeclform (prep) μεταί , μετά mip poetic indeclform (prep) μεταί , μεταί mip poetic indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέτ' — μέτα , μετά mip indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὀπταὶ κίχλαι μετ’ ἀμητίσκων εἰς τὴν φάρυγ’ εἰςεπέτοντο. — ὀπταὶ κίχλαι μετ’ ἀμητίσκων εἰς τὴν φάρυγ’ εἰςεπέτοντο. См. Ждать, чтоб жареные голуби в рот летали … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Μπλες, Χέντρικ Μετ ντε- — (Hendrik Met de Bles, 1515 – 1554). Φλαμανδός ζωγράφος. Το μόνο βιογραφικό στοιχείο που έχουμε για τον ζωγράφο Τσιβέτα έτσι τον ονόμαζαν στην Ιταλία, είναι ένα κείμενο που τον αναφέρει ως ζωγράφο στην Αμβέρσα το 1535. Εργάστηκε κοντά στον Ιωακείμ … Dictionary of Greek
Ἀπαιδευσία μετ’ ἐξουσίας τίκτει ἄνοιαν. — См. Кто знатен и силен, Да не умен, Так худо, ежели и с добрым сердцем он … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
μετά — (ΑM μετά, Α και μέτα, ποιητ. τ. μεταί) (πρόθεση) 1. όταν συντάσσεται με γεν. δηλώνει: α) συνοδεία, ομού, μαζί με (α. «μετά τών συγγενών του» β. «ὁ μὴ ὢν μετ ἐμοῡ, κατ ἐμοῡ ἐστιν», ΚΔ) β) τον τρόπο με τον οποίο γίνεται ή υπάρχει κάτι (α. «μίλησε… … Dictionary of Greek
αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… … Dictionary of Greek
μετέωρος — η, ο (ΑΜ μετέωρος, ον, Α επικ. τ. μετήορος, ον, δωρ. τ. πεδάωρος, ον Μ και μέτωρος, ον) 1. αυτός που αιωρείται πάνω από το έδαφος, που βρίσκεται ή γίνεται στον αέρα, εναέριος («σκέλεά δε... κατακρέμανται μετέωρα», Ηρόδ.) 2. αυτός που βρίσκεται σε … Dictionary of Greek
μετανάστης — ο, θηλ. μετανάστρια (ΑΜ μετανάστης, θηλ. μετανάστις και μετανάστρια) αυτός που εγκαταλείπει εκούσια τον τόπο διαμονής του για να μεταβεί σε άλλο τόπο, απόδημος μσν. μέτοχος («τῶν ἀπαισίων ἐλπίδων μετανάστης γενόμενος», Θεοφύλ. Σ.) μσν. αρχ. αυτός … Dictionary of Greek