-
121 μετ-οχετεύω
μετ-οχετεύω, das Wasser durch Gräben von einem Orte fort zu einem andern hinleiten, Sp., auch übertr., wie Hdn. 1, 3, 4.
-
122 μετ-οχικός
μετ-οχικός, ή, όν, theilnehmend, τὸ μετοχικόν, das Participium, Gramm.; S. Emp. adv. gramm. 239.
-
123 μετ-οχμάζω
μετ-οχμάζω, anderswohin tragen, Nonn. D. 1, 48.
-
124 μετ-οχλίζω
μετ-οχλίζω, eigtl. mit dem Hebel wegheben, einen schweren Körper wegschaffen, mit Anstrengung wegheben, οὐδέ κ' ὀχῆας ῥεῖα μετοχλίσσειε ϑυράων, Il. 24, 567, vgl. Od. 23, 188; sp. D., μετοχλίσσαντες τύμβου ὀχῆας, Crinag. 34 (IX, 81).
-
125 μετ-οχέτευσις
μετ-οχέτευσις, ἡ, das Leiten des Wassers durch Gräben von einem Orte zum andern, Sp.
-
126 μετ-οχή
-
127 μετ-οκωχή
-
128 μετ-οιωνίζομαι
μετ-οιωνίζομαι, ein Vogelzeichen umändern, nach Suid. μεταϑέσϑαι τὸν φαῦλον οἰωνόν; nur Dinarch. 1, 29. 92, μετοιωνίσασϑε τὰς τῆς πόλεως πράξεις, gestaltet den Zustand des Staates um, gebet ihm glücklichere Vogelzeichen, Vorbedeutung für die Zukunft.
См. также в других словарях:
μετ(α)- — και μεθ και ματα (ΑM μετ[α] , Α και μεται και πεδα ) α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής το οποίο ανάγεται στην πρόθεση / προρρηματικό μετά. Εμφανίζεται και με τη μορφή μεθ όταν το φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται (πρβλ. μεθ εόρτια, μεθ… … Dictionary of Greek
μετ'όγμους — μετ ὄγμους (Α) (κατά τον Ησύχ.) «τὰς ἐπὶ στίχον φυτείας». [ΕΤΥΜΟΛ. < μετά + ὄγμος «σειρά, γραμμή, αυλάκι»] … Dictionary of Greek
μετ' — μετά , μετά mip indeclform (prep) μεταί , μετά mip poetic indeclform (prep) μεταί , μεταί mip poetic indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέτ' — μέτα , μετά mip indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὀπταὶ κίχλαι μετ’ ἀμητίσκων εἰς τὴν φάρυγ’ εἰςεπέτοντο. — ὀπταὶ κίχλαι μετ’ ἀμητίσκων εἰς τὴν φάρυγ’ εἰςεπέτοντο. См. Ждать, чтоб жареные голуби в рот летали … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Μπλες, Χέντρικ Μετ ντε- — (Hendrik Met de Bles, 1515 – 1554). Φλαμανδός ζωγράφος. Το μόνο βιογραφικό στοιχείο που έχουμε για τον ζωγράφο Τσιβέτα έτσι τον ονόμαζαν στην Ιταλία, είναι ένα κείμενο που τον αναφέρει ως ζωγράφο στην Αμβέρσα το 1535. Εργάστηκε κοντά στον Ιωακείμ … Dictionary of Greek
Ἀπαιδευσία μετ’ ἐξουσίας τίκτει ἄνοιαν. — См. Кто знатен и силен, Да не умен, Так худо, ежели и с добрым сердцем он … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
μετά — (ΑM μετά, Α και μέτα, ποιητ. τ. μεταί) (πρόθεση) 1. όταν συντάσσεται με γεν. δηλώνει: α) συνοδεία, ομού, μαζί με (α. «μετά τών συγγενών του» β. «ὁ μὴ ὢν μετ ἐμοῡ, κατ ἐμοῡ ἐστιν», ΚΔ) β) τον τρόπο με τον οποίο γίνεται ή υπάρχει κάτι (α. «μίλησε… … Dictionary of Greek
αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… … Dictionary of Greek
μετέωρος — η, ο (ΑΜ μετέωρος, ον, Α επικ. τ. μετήορος, ον, δωρ. τ. πεδάωρος, ον Μ και μέτωρος, ον) 1. αυτός που αιωρείται πάνω από το έδαφος, που βρίσκεται ή γίνεται στον αέρα, εναέριος («σκέλεά δε... κατακρέμανται μετέωρα», Ηρόδ.) 2. αυτός που βρίσκεται σε … Dictionary of Greek
μετανάστης — ο, θηλ. μετανάστρια (ΑΜ μετανάστης, θηλ. μετανάστις και μετανάστρια) αυτός που εγκαταλείπει εκούσια τον τόπο διαμονής του για να μεταβεί σε άλλο τόπο, απόδημος μσν. μέτοχος («τῶν ἀπαισίων ἐλπίδων μετανάστης γενόμενος», Θεοφύλ. Σ.) μσν. αρχ. αυτός … Dictionary of Greek