Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

μεσόμνη

См. также в других словарях:

  • μεσόμνη — μεσόμνη, ἡ (Α) (αττ. τ.) βλ. μεσόδμη …   Dictionary of Greek

  • μεσόδμη — η (Α μεσόδμη και δωρ. τ. μεσόδμα και αττ. τ. μεσόμνη) 1. μεγάλη δοκός η οποία περνάει οριζόντια από τοίχο σε τοίχο και στηρίζει τη στέγη, το μεσοδόκι 2. δοκός που τέμνει εγκάρσια από τη μια ώς την άλλη πλευρά το πλοίο, πάνω από το εσωτρόπιο, η… …   Dictionary of Greek

  • μνώα — μνῴα και μνωΐα και μνοΐα, ἡ (Α) τάξη δούλων ή δουλοπάροικων στην Κρήτη η οποία συγκροτήθηκε με την εγκατάσταση τών Δωριέων στο νησί. [ΕΤΥΜΟΛ. < δμώς*, ωός «δούλος», με τροπή του δμ σε μν (πρβλ. μεσόδμη: μεσόμνη)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»