Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

μνοΐα

См. также в других словарях:

  • μνοΐα — μνοΐα, η (Α) βλ. μνώα …   Dictionary of Greek

  • μνώα — μνῴα και μνωΐα και μνοΐα, ἡ (Α) τάξη δούλων ή δουλοπάροικων στην Κρήτη η οποία συγκροτήθηκε με την εγκατάσταση τών Δωριέων στο νησί. [ΕΤΥΜΟΛ. < δμώς*, ωός «δούλος», με τροπή του δμ σε μν (πρβλ. μεσόδμη: μεσόμνη)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»