-
1 μέσαβον
Grammatical information: n.Meaning: `strap, fixing the plough-beam to the middle of the yoke' - ος? Hes. Op. 469 in gen. pl. - ων, pl. μεσσαβα (Call.); μεσάβοιον, v.l. - ό- (Poll. 1, 252).Other forms: See below.Derivatives: μεσσαβόω `put (to the horses)' (Lyc.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Hypostasis from (ἐν) μέσῳ βοῶν `in the middle between the oxen' with thematic reshaping as in ἑκατόμ-βη ( μεσάβοιον after ἐννεάβοιον a.o.); though with unexplained - α- for - ο-. So μεσα- for μετα- ( μετὰ βοῶν)? doubting Schwyzer 438 n. 4; morphologically acceptable. - But cf. also μέσοψ `strip', μεσόπα ἱμάντα τὸν περὶ τὸν ζυγὸν καὶ τὸ ἄροτρον δεδεμένον H.; also μεσσαῖον τό ὑπὸ τοὺς τραχήλους ὑποτιθέμενον H.(?); alo μεσάτιον ( μεσάντιον I Reg 17, 7); note also σ(σ). Fur. 107, 148, 149; so the word is Pre-Greek.Page in Frisk: 2,212-213Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μέσαβον
-
2 μεσό-βοιον
μεσό-βοιον, τό, = μεσάβοιον od. μέσαβον, VLL.
-
3 μέσαβον
-
4 ἐχέ-βοιον
-
5 κερκίς
A weaver's shuttle,χαμαὶ δέ οἱ ἔκπεσε κ. Il.22.448
;χρυσείῃ κερκίδ' ὕφαινεν Od.5.62
, cf. S.Ant. 976 (lyr.), Pl.Cra. 388a;ἱστοῖς κερκίδα δινεύουσα E.Tr. 199
(lyr.);κερκίσιν ἐφεστάναι Id.Hec. 363
;φωνὴ κερκίδος S.Fr. 595
; κερκίδος ὕμνοις ib. 890 (lyr.);κερκίδος ἀοιδοῦ E.Fr. 523
(lyr.): metaph., μήδεα ἀδαμαντίναις ὑφαίνεται κερκίσιν αἶσα Lyr.Adesp.ap.Stob.1.5.11.II any taper rod, of wood, ivory, etc.; as,3 great bone of the leg, tibia, A.R.4.1520, Plu.Alex.45; = κνήμη, Heroph. ap.Ruf.Onom. 123, Poll.2.191.5 rod for stirring liquids, Gal.12.683.6 iron dowel, IG22.1668.52.7 καμπύλοχοι κ., of ploughs, Orph.Fr.33.III wedge-shaped division of the seats in the theatre,περὶ τὴν ἐσχάτην.. κ. καθιζούσας θεωρεῖν Alex.41
, cf. Phld.Acad.Ind.p.26 M., LW 1586 ([place name] Aphrodisias).2 Judas tree, Cercis Siliquastrum, ib.1.11.2.3 white bryony, Bryonia cretica, Gal.14.186. -
6 μέσαβον
A leathern strap, by which the middle of the yoke was fastened to the pole, Hes.Op. 469: [dialect] Ep. pl. (expld. by Sch.Hes. as αἱ τοῦ ζυγοῦ γλυφαί): also masc.μέσαβοι Tz.
ad Hes. l.c.:—v.l. [full] μεσάβοιον, Poll.1.252.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μέσαβον
-
7 ἐχέβοιον
ἐχέβοιον, τό,A = μεσάβοιον, Poll.1.252.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐχέβοιον
См. также в других словарях:
μεσάβοιον — μεσάβοιον, τὸ (Α) βλ. μέσαβον … Dictionary of Greek
μέσαβον — και μέσσαβον και μεσάβοιον και ποιητ. τ. μεσόβοιον, τὸ, και ως αρσ. στην ονομ. πληθ. μέσαβοι, oἱ (Α) δερμάτινο λουρί στο αλέτρι με το οποίο δενόταν ο ζυγός στον ρυμό. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για σύνθετο «εκ συναρπαγής» (δηλ. σχηματισμένο από… … Dictionary of Greek
СОХА — • Arātrum, αροτρον, или плуг, орудие для разрыхления пахотной земли или для вспашки поля, изобретенное будто бы Бузигом или Триптолемом. Plin. 7, 56, 199. Гесиод изображает два вида греческого плуга (op. et. d. 431 слл.): 1.… … Реальный словарь классических древностей
εχέβοιον — ἐχέβοιον, τὸ (Α) ο ιμάντας που προσδένεται στον ζυγό τού αρότρου, το μεσάβοιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < εχε * (< έχω I) + βοιος, ον (< *βόFιος), τ. στον οποίο απαντά ως β συνθετικό η λ. βους πρβλ. αλφεσί βοιος, εκατόμ βιος] … Dictionary of Greek
κερκίδα — I (Αρχαιολ.). Όρος της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής, που αναφέρεται στα τμήματα σφηνοειδούς μορφής του κοίλου των αρχαίων ελληνικών θεάτρων, που περιλάμβαναν τα καθίσματα για τους θεατές. Οι κ. διαχωρίζονταν οριζόντια με τα διαζώματα (τους… … Dictionary of Greek