Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

μεσάβοιον

См. также в других словарях:

  • μεσάβοιον — μεσάβοιον, τὸ (Α) βλ. μέσαβον …   Dictionary of Greek

  • μέσαβον — και μέσσαβον και μεσάβοιον και ποιητ. τ. μεσόβοιον, τὸ, και ως αρσ. στην ονομ. πληθ. μέσαβοι, oἱ (Α) δερμάτινο λουρί στο αλέτρι με το οποίο δενόταν ο ζυγός στον ρυμό. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για σύνθετο «εκ συναρπαγής» (δηλ. σχηματισμένο από… …   Dictionary of Greek

  • СОХА —    • Arātrum, αροτρον,          или плуг, орудие для разрыхления пахотной земли или для вспашки поля, изобретенное будто бы Бузигом или Триптолемом. Plin. 7, 56, 199. Гесиод изображает два вида греческого плуга (op. et. d. 431 слл.):        1.… …   Реальный словарь классических древностей

  • εχέβοιον — ἐχέβοιον, τὸ (Α) ο ιμάντας που προσδένεται στον ζυγό τού αρότρου, το μεσάβοιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < εχε * (< έχω I) + βοιος, ον (< *βόFιος), τ. στον οποίο απαντά ως β συνθετικό η λ. βους πρβλ. αλφεσί βοιος, εκατόμ βιος] …   Dictionary of Greek

  • κερκίδα — I (Αρχαιολ.). Όρος της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής, που αναφέρεται στα τμήματα σφηνοειδούς μορφής του κοίλου των αρχαίων ελληνικών θεάτρων, που περιλάμβαναν τα καθίσματα για τους θεατές. Οι κ. διαχωρίζονταν οριζόντια με τα διαζώματα (τους… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»