-
1 ζυγοδεσμον
-
2 ζυγόδεσμον
ζυγόδεσμονyoke-band: neut nom /voc /acc sgζυγόδεσμοςyoke-band: masc acc sg -
3 ζυγόδεσμον
ζῠγό-δεσμον, τό, (Aζυγόν 1
) yoke-band, i.e. a band for fastening the yoke to the pole,ζ. ἅμα ζυγῷ ἐννεάπηχυ Il.24.270
, cf. PFay.121.5 (i/ii A.D.); of the Gordian knot, Plu.Alex.18, etc.: pl.,ζυγόδεσμα Procl.H.1.31
, AP 9.155 (Agath.), 741, etc.:—also [suff] ζῠγό-δεσμος, ὁ, Artem.2.24, Them.Or. 2.30b.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζυγόδεσμον
-
4 ζυγόδεσμον
ζυγό-δεσμον: yoke-band, a cord or strap for fastening the yoke to the pole, Il. 24.270. (See cut under ζυγόν, b; and cut No. 42.)A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ζυγόδεσμον
-
5 ζυγόδεσμα
ζυγόδεσμονyoke-band: neut nom /voc /acc pl -
6 μέσαβον
-
7 ομφαλος
ὅ1) анат. пуп(ок) Hom., Plat., Xen.2) острый выступ, шишка(ἀσπίδος Hom.)
3) стержень ( в середине ярма)ἔδησαν (τὸ ζυγόδεσμον) ἐπ΄ ὀμφαλόν Hom. — они обвязали яремный ремень вокруг стержня
4) перен. пуп, средоточие, центр(θαλάσσης Hom.; ἄστεος, χθονός Pind.; τῆς γῆς Plat.)
5) (в палке, на которую навивались книжные свитки) головкаἐπ΄ ὀμφαλὸν εἴλειν βίβλον Anth. — разворачивать свиток (вращая его) вокруг палки, т.е. читать книгу
6) арх. ключевой камень(ἐν ταῖς ψαλῖσι λίθοις Arst.)
7) бот. семенная коробочка(τῶν ῥόδων Arst.)
-
8 ζευγλόδεσμον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζευγλόδεσμον
-
9 ἐννεάπηχυς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐννεάπηχυς
См. также в других словарях:
ζυγόδεσμον — yoke band neut nom/voc/acc sg ζυγόδεσμος yoke band masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζυγόδεσμα — ζυγόδεσμον yoke band neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζυγόδεσμο — το (Α ζυγόδεσμον) μακρύς σκύτινος ιμάντας με τον οποίο προσδένεται ο ζυγός πάνω στον ρυμό, στο τιμόνι, ζυγοδέτης, κν. ζυγολούρι αρχ. λέγεται για τον γόρδιο δεσμό («ἐξελόντι τοῡ ῥυμοῡ τὸν ἕστορα καλούμενον, ᾧ συνείχετο τὸ ζυγόδεσμον», Πλούτ.) 2.… … Dictionary of Greek
ζυγοδέσμιον — ζυγοδέσμιον, τὸ (Α) υποκορ. τού ζυγόδεσμον* … Dictionary of Greek
ζυγός — Συσκευή με την οποία μπορούμε να κρίνουμε την ισορροπία μεταξύ μιας γνωστής δύναμης και μιας άγνωστης για να οδηγηθούμε έτσι από τη γνώση του μεγέθους της μίας στον προσδιορισμό του μεγέθους της άλλης. Με την πιο κοινή έννοια, στον όρο ζ.… … Dictionary of Greek