-
1 μεμονωμένοι
μονόωmake single: perf part mp masc nom /voc pl -
2 μονόω
μονόω, ion. u. ep. μουνόω, v ereinze ln, machen, daß Etwas einzeln oder einsam ist; ὧδε γὰρ ἡμετέρην γενεὴν μούνωσε Κρονίων, Od. 16, 117. er machte das Geschlecht einzeln, daß immer nur ein Sohn da war, vgl. die folgdn Verse; häufiger im pass., δείδω μή τι πάϑῃσιν ἐνὶ Τρώεσσι μονωϑείς, Il. 11, 470, allein gelassen od. verlassen, vgl. Od. 15, 386; γυνὴ μονωϑεῖσ' οὐδέν, Aesch. Suppl. 730; δεσποτῶν μονοὐμενος, Eur. Rhes. 871; μονωϑεὶς σῆς δάμαρτος, Alc. 297, beraubt; auch μονωϑεῖσ' ἀπὸ πατρὸς καὶ μητέρος, I. A. 669. – In Prosa; μεμουνωμένοι συμμάχων, Her. 1, 102. 6, 15, öfter; μεμονῶσϑαι, Thuc. 4, 126; μονωϑεὶς μετ' ὀλίγων, 6, 101; ὅταν πυρὸς ἀποχωρισϑὲν ἀέρος τε μονωϑῇ, Plat. Tim. 59 e, vgl. 46 e, öfter; Xen. u. Folgde; αὔταρκες, ὃ μονοὺμενον, allein, für sich, αἱρετὸν ποιεῖ τὸν βίον, Arist. Eth. 1, 7; dem μεϑ' ἑτέρου entgeggstzt, 10, 23; μεμονωμένοις πάσης βοηϑείας, von aller Hülfe entblößt, D. Sic. 19, 39; auch absol. μεμονωμένοι, Plut. Them. 9; μονώσαντες τὸν Φίλιππον, nachdem sie ihn von allen Bundesgenossen entblößt hatten. Pol. 5, 16, 10.
-
3 μονόω
μονόω, [dialect] Ep. and [dialect] Ion. [full] μουνόω, Od. 16.117, Hdt. (v. infr.); but [pref] μον- in Il.11.470: ([etym.] μόνος):—A make single or solitary, ἡμετέρην γενεὴν μούνωσε Κρονίων made our race single, i. e. allowed but one son in each generation, Od.16.117; μ. τὸν Φίλιππον leave him isolated, Plb.5.16.10; get alone,τινὰ ἐν σπήλυγγι AP9.451
; strip of predicates, make unique, [ θεόν] Plot.6.8.15.II more freq. in [voice] Pass., to be left alone, forsaken, l. c.;μουνωθέντα παρ' οἴεσιν ἢ παρὰ βουσίν Od.15.386
; ἐμουνοῦντο they were left each man by himself, Hdt. 8.123; μουνωθέντα taken apart, without witnesses (v. l. for μουνόθεν), Id.1.116;γυνὴ μονωθεῖσ' οὐδέν A.Supp. 749
; of animals when hunted, X.Cyn.9.9; when left solitary, Arist.HA 578b33; of the soul, to be separated from the body, Diog.Oen.36; of things, to be taken alone, Arist.EN 1096b17; to be isolated in thought, Dam.Pr. 195.2 c. gen. pers., μεμουνωμένοι συμμάχων deserted by allies, Hdt.1.102, cf. 6.15, 7.139; μονωθεὶς δάμαρτος, σοῦ μονούμενος, E.Alc. 296, 380;δεσποτῶν μονούμενος Id.Rh. 871
;μονωθεῖσ' ἀπὸ πατρός Id.IA 669
;μονωθεὶς μετ' ὀλίγων Th.6.101
: abs.,μεμονωμένων εἰ κρατήσειαν Id.2.81
, cf. 5.40,58. b. c. gen. rei, μεμονωμένοι τῆς τῶν ἱππέων βοηθείας bereft of.., D.S.19.43; μονούμενος τῶν ἀγαθῶν separated from.., Pl.Lg. 710b; μονωθεῖσαι φρονήσεως without.., Id.Ti. 46e; μονωθεὶς ἐκ τῆς εἱρκτῆς, i. e. set free from.., Id.Ax. 370d.
См. также в других словарях:
μεμονωμένοι — μονόω make single perf part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρυσταλλοβλάστες — Μεμονωμένοι κρύσταλλοι των μεταμορφωμένων πετρωμάτων. Προκύπτουν με αργή αύξηση κατά τη διάρκεια του μετασχηματισμού σε βάθος, ο οποίος προκαλείται ειδικότερα σε περιβάλλοντα όπου έχουν επιδράσει σοβαρά φαινόμενα ενδοδυναμικής του φλοιού της Γης… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος … Dictionary of Greek
Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… … Dictionary of Greek
Καμπότζη — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Καμπότζης Έκταση: 181.040 τ. χλμ. Πληθυσμός: 12.775.324 (2002) Πρωτεύουσα: Πνομ Πενχ (999.804 κάτ. το 1998)Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας, στη χερσόνησο της Ινδοκίνας. Συνορεύει στα Δ και στα ΒΔ με την Ταϊλάνδη,… … Dictionary of Greek
Parlamentswahlen in Griechenland 1964 — Die Parlamentswahlen in Griechenland 1964 fanden am 16. Februar 1964 statt. Sie wurden von Georgios Papandreou und seiner Mitte Links Partei Enosis Kendrou (EK; Zentrumsunion) mit einer absoluten Mehrheit der Stimmen von 52,71% gewonnen. Die… … Deutsch Wikipedia
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… … Dictionary of Greek
δίνω — (I) και δίδω και δώνω (AM δίδωμι και δίδω) Ι. 1. δίνω στο χέρι κάτι, εγχειρίζω 2. χαρίζω, παρέχω («τού δώσε δέκα λίρες», «για τούτο είδεν ο Θεός τον περισσόν του πόνον και ήδωκεν στη ρήγισσα και πάλιν άλλον γόνον») 3. κληροδοτώ («τού δώσε τ… … Dictionary of Greek
δαμνάω — (Α) δαμάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. δαμνάω απαντά στον Όμηρο στο γ εν. ενεστ. δαμνᾴ (λ, 221) και πρτ. εδάμνᾱ (Φ, 52), καθώς και δαμνά (Ξ, 199), β εν. μέσης φωνής < δάμνα(σ) αι, με συναίρεση. Οι μεμονωμένοι αυτοί θεματικοί τ. προέρχονται πιθ. από… … Dictionary of Greek