-
1 μέλλ'
μέλλε, μέλλωto be destined: pres imperat act 2nd sgμέλλε, μέλλωto be destined: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
2 μελλ-είρην
μελλ-είρην, ενος, ὁ, auch μελλίρην geschrieben, lakonisch = μελλ-έφηβος, Plut. Lycurg. 17.
-
3 μελλ-ιέρη
μελλ-ιέρη, ἡ, die im Begriff ist, bestimmt ist, Priesterinn zu werden, Plut. an seni 24.
-
4 μελλ-έφ-ηβος
μελλ-έφ-ηβος, ὁ, der im Begriff ist, ein ἔφηβος zu werden, nach Eust. 1768, 56 von einem fünfzehnjährigen Knaben.
-
5 μελλειρονία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μελλειρονία
-
6 μελλείρην
A- ίρην Hsch.
), ενος, ὁ, at Sparta, youth about to become an εἴρην (q. v.), Plu.Lyc.17.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μελλείρην
-
7 μέλλημα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μέλλημα
-
8 μέλλησις
II unfulfilled thought or intention, delay, Th.5.116, Pl.Lg. 723d; διὰ βραχείας μελλήσεως at short notice, Th.5.66;μελλήσει οὐδεμιᾷ Procop.Pers.1.25
.2 c. gen. rei, putting off, .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μέλλησις
-
9 μέλλησμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μέλλησμα
-
10 μελλησμός
μελλ-ησμός, ὁ,A procrastination, indecision of character, Epicur.Sent.Vat.14, D.H. 7.17, Gal.1.576, Paus.4.21.4.II approach, threatening, of disease, Aret.SD1.11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μελλησμός
-
11 μελλητέον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μελλητέον
-
12 μελλητής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μελλητής
-
13 μελλητιάω
μελλ-ητιάω, Desiderat. from μέλλω,A wish to delay, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μελλητιάω
-
14 μελλητικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μελλητικός
-
15 μελλιέρη
μελλ-ῐέρη, ἡ,A probationary priestess, novice, Plu.2.795e.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μελλιέρη
-
16 μελλέφηβος
μελλ-έφ-ηβος, ὁ, der im Begriff ist, ein ἔφηβος zu werden, von einem fünfzehnjährigen Knaben -
17 μελλιέρη
μελλ-ιέρη, ἡ, die im Begriff ist, bestimmt ist, Priesterin zu werden -
18 μέλλαξ
μέλλαξ, - ακοςGrammatical information: m.Other forms: On μίλαξ s. below.Derivatives: Dimin. μελλάκιον (Alexandria).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Hypocoristic short form (after μεῖραξ a. o.) of μελλ-έφηβος (hell. inscr.), μελλ-είρην (Sparta) or so; cf. still μελλόνυμφος (S.) a. o. So LSJ. As however the word is no doubt identical with 2. μῖλαξ (s.v.), it is rather a Pre-greek word. The association with μελλ- is therefore improbable. -- Chantraine Form. 379f.Page in Frisk: 2,202Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μέλλαξ
-
19 μελλο-ίρην
μελλο-ίρην, ὁ, v. l. für μελλ-είρην.
-
20 μελλειρην
- 1
- 2
См. также в других словарях:
μέλλ' — μέλλε , μέλλω to be destined pres imperat act 2nd sg μέλλε , μέλλω to be destined imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξοίσω — μέλλ. τού ρ. εκφέρω … Dictionary of Greek
συγκατεσθίω — μέλλ. συγκατέδομαι και συγκαταφάγομαι, Α [κατεσθίω] τρώγω μαζί με κάποιον ή τρώγω πολλά μαζί («συγκαταφάγεται τὰ κύκλῳ τῶν βουτῶν πάντα», ΠΔ) … Dictionary of Greek
αν — (I) ἄν (Α) (επ. αιολ. και θεσσ. κε(ν), δωρ. και βοιωτ. κα) δυνητ. μόριο που χρησιμοποιείται με ρήματα, για να δηλώσει ότι κάτι υπάρχει ή συμβαίνει υπό ορισμένες περιστάσεις ή προϋποθέσεις παρουσιάζει ποικίλη χρήση και γι αυτό δεν είναι δυνατόν να … Dictionary of Greek
ομνύω — (ΑΜ ὀμνύω, Α και ὄμνυμι) 1. ορκίζομαι, παίρνω όρκο («ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῑν μὴ ὀμόσαι ὅλως», ΚΔ) 2. βεβαιώνω κάτι με όρκο, παρέχω ένορκη διαβεβαίωση («ἐπειδὴ δὲ ὤμοσεν τὴν εἰρήνην ὁ Φίλιππος», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Έχει γίνει προσπάθεια… … Dictionary of Greek
πίφρημι — Α (αμάρτυρος τ. ενεστ.) 1. (μτβ.) εισάγω ή εξάγω κάτι 2. (αμτβ.) εισέρχομαι ή εξέρχομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. απαντά συνήθως στον αόρ. και μέλλ., σπανίως στον ενεστ. (πρβλ. απρμφ. πιφράναι, ἐσ πιφράναι) και πάντοτε σύνθ. με προθέσεις: εἰς, ἐκ, διά, ἀπὸ … Dictionary of Greek
ήκω — ἥκω (AM) (ο ενεστ. ήκω με σημ. παρακμ., ο πρτ. ήκον με σημ. υπερσυντ. και ο μέλλ. ήξω με σημ. συντελ. μέλλ.) 1. έχω έλθει, έχω φθάσει, είμαι παρών (α. «οὔπω ἥκει ἡ ὥρα μου», ΚΔ β. «ἥκασι καιροί τῆς ἀνταποδόσεως», Νικ. Χων.) 2. εξαρτώμαι από… … Dictionary of Greek
είρω — (I) εἴρω (Α) 1. συναρμολογώ, συναρμόζω 2. παρεμβάλλω, εμπλέκω 3. (για λόγο) συνδέω 4. φρ. «εἰρομένη λέξις» χαλαρό ύφος τού λόγου. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ενεστώτα (με επίθημα * ye / yo ) που σχηματίζεται από την απαθή βαθμίδα της ΙΕ ρίζας *ser… … Dictionary of Greek
φθίνω — ΝΜΑ, και φθίω και κρητ. τ. τ. ψίνω Α 1. τείνω προς το τέλος, ελαττώνομαι συνεχώς, εκλείπω σταδιακά (α. «φθίνουσα πορεία» β. «φθίνουσιν νύκτες τε καὶ ἤματα», Ομ. Οδ.) 2. διέρχομαι το στάδιο τής παρακμής, παρακμάζω (α. «από τον 2ο μ.Χ. αιώνα η… … Dictionary of Greek
αείρω — (I) ἀείρω (Α) (επικός, ιωνικός και ποιητικός τύπος αντί αίρω*) σηκώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. πιθανόν να προέρχεται από αρχ. ρ. *α Fερ (πρβλ. τον τύπο αὐειρόμεναι στον Αλκμάνα), όπου το ἀ είναι προθεματικό ή λαρυγγικό φωνήεν. Κατ άλλη άποψη το … Dictionary of Greek
βιώ — (I) βιῶ ( άω) (Α) Ι. πιέζω, στενοχωρώ II. ( ώμαι) 1. παρασύρομαι βίαια, υποχωρώ στη βίαιη δύναμη κάποιου 2. μεταχειρίζομαι βία εναντίον κάποιου 3. αναγκάζω κάποιον, επιβάλλω σε κάποιον κάτι 4. βιάζω γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βία, αν και το βιώμαι,… … Dictionary of Greek