-
1 μελλ-είρην
μελλ-είρην, ενος, ὁ, auch μελλίρην geschrieben, lakonisch = μελλ-έφηβος, Plut. Lycurg. 17.
-
2 μελλέφηβος
μελλέφηβος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μελλέφηβος
См. также в других словарях:
μελλίρην — μελλίρην, ενος, ὁ (Α) βλ. μελλείρην … Dictionary of Greek
μελλείρην — και, κατά τον Ησύχ., μελλίρην, ενος, ὁ (Α) (στη Σπάρτη) αυτός που πρόκειται να γίνει έφηβος («εἴρενας δὲ καλοῡσι τοὺς ἔτος ἤδη δεύτερον ἐκ παίδων γεγονότας, μελλείρενας δὲ τῶν παίδων τοὺς πρεσβυτάτους», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλλω + εἴρην… … Dictionary of Greek