См. также в других словарях:
ήμα — ἧμα, τὸ (Α) 1. το ακόντιο 2. ο ακοντισμός («ἥμασιν ἔπλευ ἄριστος» ο καλύτερος στον ακοντισμό, Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἡ του ἵημι «ρίχνω» (πρβλ. ἥσω, ἥκα, μέλλ. και αόρ. τού ἵημι) + κατάλ. μα] … Dictionary of Greek
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek