Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

μελεδωνη

См. также в других словарях:

  • μελεδώνη — μελεδώνη, ἡ (Α) βλ. μελεδών …   Dictionary of Greek

  • μελεδώνη — care fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελεδώνῃ — μελεδώνη care fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελεδωνέων — μελεδώνη care fem gen pl (epic ionic) μελεδωνεύς masc gen pl μελεδωνέω̆ν , μελεδωνεύς masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελεδωνῶν — μελεδώνη care fem gen pl μελεδωνός attendant masc/fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελεδῶναι — μελεδώνη care fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελεδώναις — μελεδώνη care fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελεδώνης — μελεδώνη care fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελεδώνας — μελεδώνᾱς , μελεδώνη care fem acc pl μελεδώνᾱς , μελεδώνη care fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελεδών — και μεληδών, ῶνος και μελεδώνη, ἡ (Α) 1. μελέτη 2. μέριμνα, φροντίδα («δέεται πολλῆς μελεδῶνος», Ιπποκρ.) 3. στον πληθ. αἱ μελεδῶνες και μελεδῶναι λύπες, έγνοιες, σκοτούρες («πυκιναὶ δὲ μοι ἀμφ ἁδινὸν κῆρ ὀξεῑαι μελεδῶνες ὀδυρομένην ἐρέθουσιν»,… …   Dictionary of Greek

  • μελεδώναι — μελεδώνᾱͅ , μελεδώνη care fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»