Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

μελάθροις

См. также в других словарях:

  • μελάθροις — μέλαθρον roof tree neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οικέτης — οἰκέτης, ὁ, θηλ. οἰκέτις και οἰκέτισσα (ΑΜ, Α και οἰκότης) μσν. μτφ. ο άγιος ως υπηρέτης τής εκκλησίας αρχ. 1. δούλος που έμενε και υπηρετούσε στο σπίτι στο οποίο συχνά είχε γεννηθεί και ανατραφεί 2. (ποιητ. και ως επίθ.) σπιτικός («ἐν θεοῡ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»