Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

μεθήμων

См. также в других словарях:

  • μεθήμων — μεθήμων, ον (Α) (για πρόσωπα) αμελής, νωθρός, αμέριμνος, αδιάφορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεθήμων < μεθ ίημι (πρβλ. συν ήμων)] …   Dictionary of Greek

  • μεθήμων — remiss masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεθήμονα — μεθήμων remiss neut nom/voc/acc pl μεθήμων remiss masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεθήμονες — μεθήμων remiss masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεθήμονι — μεθήμων remiss dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεθήμονος — μεθήμων remiss gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεθημοσύνη — μεθημοσύνη, ἡ (Α) [μεθήμων] υποχώρηση, χαυνότητα, αμέλεια, αδιαφορία («τάχα δή τι κακὸν ποιήσετε μεῑζον τῇδε μεθημοσύνη», Ομ. Ιλ.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»