Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

καθετηρίζω

См. также в других словарях:

  • καθετηρίζω — (Α) [καθετήρ] χρησιμοποιώ καθετήρα, καθετηριάζω …   Dictionary of Greek

  • καθετηρίσαι — καθετηρίζω treat with the aor inf act καθετηρίσαῑ , καθετηρίζω treat with the aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθετηρίζειν — καθετηρίζω treat with the pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθετηρισμός — καθετηρισμός, ὁ (Α) [καθετηρίζω] εισαγωγή τού καθετήρα σε κοιλότητα ή σε φυσικό σωλήνα τού σώματος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»