-
21 μεθ-όριος
μεθ-όριος, auch 3 Endgn, zusammengränzend, angränzend, ἡ Θυρεᾶτις γῆ μεϑορία τῆς Ἀργείας καὶ Λακωνικῆς, Thuc. 2, 27, ist das Gränzland von Argos u. Lacedämon, 4, 56, wofür Sp. ἡ μεϑόριος sagen. Häufig steht τὸ μεϑόριον substantivisch, die Gränze, Angränzung, Plat. Legg. IX, 878 b, οὓς ἔφη μεϑόρια φιλοσόφου τε ἀνδρὸς καὶ πολιτικοῠ Euthyd. 305 c; u. τὰ μεϑόρια, Xen. Cyr. 1, 4, 16 u. öfter, u. Sp., wie Luc. V. Hist. 1, 20; Plut. Them. 12.
-
22 μεθ-ορία
-
23 граница
1. (линия раздела) το όριο, η γραμμή διαχωρισμού 2. (норма, предел) το όριοη μεθόριοςдо-ставка груза до - ы страны покупателя (продавца) η παράδοση του φορτίου μέχρι τα - της χώρας του αγοραστή (πωλητή)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > граница
-
24 зольник
1. (поддувало) η τεφροδόχος 2. кож. το ασβεστούχο υγρό. свежий - φρέσκο -, νωπό - 3. (ёмкость) η λεκάνη ασβεστίου зольность η περιεκτικότητα σε τέφρα зона 1. (определённое пространство, характеризующееся каким-л. общим признаком) η περιοχή, η ζώνη, το τμήμα* активная - (ядерного реактора) το ενεργό τμήμα, η ενεργητική ζώνη (του πυρηνικού αντιδραστήρα)- воспроизводства (ядерного реактора) η ζώνη αναπαραγωγής (του πυρηνικού αντιδραστήρα)запретная - απαγόρευσης, απαγορευτική -координатная (геод.) - των συντεταγμένων- молчания (ак.рад.) - σιγήςоколошовная (ев) - πλησίον της ραφής, κοντά στη ραφήпограничная - η μεθόριος, η συνοριακή ζώνη- размытости (тлв.) - θολότητας2. (на магнитной ленте) η ζώνη (της μαγνητικής ταινίας)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > зольник
-
25 рубеж
1. (линия, ограничивающая что-л.) η συνοριακή γραμμή, το όριο, η μεθόριος 2. (государственная граница) τα (κρατικά) σύνορα (πλ.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > рубеж
-
26 граница
грани́||цаж ί. τά. σύνορα, ἡ μεθόριος:государственная \граница τά σύνορα τοῦ κράτους· перейти \границацу περνάω τά σύνορα· за \границацей, за \границацу στό ἐξωτερικό· из-за\границацы ἀπό τό ἐξωτερικό·2. перен (предел) τό δριο[ν]:выйти из \границац (приличия) βγαίνω ἀπό τά δρια (τής εὐπρέπειας). -
27 зона
зонаж ἡ ζώνη:пограничная \зона ἡ μεθόριος, ἡ συνοριακή ζώνη, ἡ συνοριακή περιοχή· оккупационная \зона ἡ ζώνη κατοχῆς· нейтральная \зона ἡ οὐδέτερη ζώνη· \зона вечной мерзлоты ἡ κατεψυγμένη ζώνη. -
28 μεθορίαι
μεθορίᾱͅ, μεθόριοςlying between as a boundary: fem dat sg (attic doric aeolic) -
29 μεθορίαν
μεθορίᾱν, μεθόριοςlying between as a boundary: fem acc sg (attic doric aeolic) -
30 μεθορίω
-
31 μεθορίῳ
-
32 border
['bo:də] 1. noun1) (the edge of a particular thing: the border of a picture/handkerchief.) άκρη, γύρος, μπορντούρα2) (the boundary of a country: They'll ask for your passport at the border.) σύνορα, μεθόριος3) (a flower bed round the edge of a lawn etc: a flower border.) παρτέρι με λουλούδια που περικλείει γρασίδι2. verb((with on) to come near to or lie on the border of: Germany borders on France.) συνορεύω3. noun(the border between one thing and another: He was on the borderline between passing and failing.) όριο, μεταίχμιο, διαχωριστική γραμμή -
33 граница
-ы θ.1. όριο, σύνορο• μεθόριος•-ы колхоза τα σύνορα του κολχόζ•
государственная граница κρατικά σύνορα•
морская граница χωρικά ύδατα (αιγιαλίτιδα).
2. (επιτρεπόμενο) όριο•ακρινό σημείο, όριο•всему есть граница σε όλα υπάρχει όριο" не знать -иц δε λογαριάζω περιορισμούς•
сверх всяких -иц πέρα από κάθε όριο•
ставить -ы βάζω όρια (περιορίζω)’ выйти из -иц приличия βγαίνω από τα όρια της ευπρέπειας•
это переходит все -ы αυτό ξεπερνάει όλα τα όρια•
ехать за -у πηγαίνω στο εξωτερικό•
он жил за -ей αυτός ζούσε στο εξωτερικό•
она приехала из-за -ы αυτή ήρθε από το εξωτερικό.
-
34 кордон
-а α.1. συνοριακό στρατιωτικό τμήμα. || αλυσίδα στρατιωτικών τμημάτων. || ζώνη στρατιωτική. || ζώνη δασική.2. σύνορα, μεθόριος. -
35 линия
-и θ.1. γραμμή, ρίγα•линия прямая ευθεία γραμμή•
линия кривая καμπύλη γραμμή.
|| φανταστική γραμμή•линия горизонта η γραμμή του ορίζοντα•
линия прицеливания σκοπευτική γραμμή.
2. περίγραμμα.3. σύνορα, μεθόριος• οχυρωματική γραμμή.4. σειρά, αράδα• στίχος• τάξη•гор οροσειρά•
линия телеграфных столбов γραμμή τηλεγραφικών στύλων (τηλεγραφόξυλων).
5. σιδηροδρομική γραμμή.6. γενεά, απόγονοι, γενεαλογική σειρά•родство по женской -и μητρική (μητρώα) σειρά (συγγένεια από τη μητέρα)•
родство по отцовской -и πατρική (πατρώα) σειρά (συγγένεια από τον πατέρα)•
прямая восходящая линия ευθεία γραμμή (συγγένειας), οι ανιώντες συγγενείς•
нисходящая линия οι κατιώντες συγγενείς•
боковая линия οι πλάγιοι συγγενείς.
7. μτφ. κατεύθυνση, τρόπος ενέργειας, σκέψης•правильная линия σωστή γραμμή•
неправильная линия μη σωστή (στραβή) γραμμή•
правильная линия партии η σωστή γραμμή του κόμματος.
8. ακολουθητέος δρόμος, κατεύθυνση, επιδίωξη• τύχη, μοίρα. || περίσταση, περιστατικό, περίπτωση.9. ρωσικό μέτρο μήκους ίσο με το 1/10 της ίντσας (πριν το νέο δεπαδ. μετρικό σύστημα).εκφρ.поточная линия – βλ. конвейер• линия обороны γραμμή άμυνας•на -и – κοντά, πλησίον•по -и – α) σε (οργανώσεις, όργανα)•он работает по профсоюзной -к – αυτός εργάζεται στα συνδικάτα•поставить вопрос по партийной -и – βάζω το ζήτημα στο κόμμο:. β) εξ ονόματος (οργάνωσης, οργάνου)•вынести выговор по административной -и – τιμωρώ διοικητικά•вести свою -ю – εφαρμόζω τη γραμμή μου•гнуть свою -ю – (απλ.) εφαρμόζω τη γραμμή μου•по -и – προς την κατεύθυνση. -
36 пограничный
επ.1. συνοριακός, μεθοριακός, μεθόριος, παραμεθόριος•пограничный город μεθοριακή πόλη•
-ая зона παραμεθόρια ζώνη•
-ая стра— жа μεθοριακή φρουρά•
пограничный инцидент μεθοριακό επισόδειο•
-ые войска στρατεύματα της μεθόριου ή του συνοριακού τομέα•
пограничный знак συνοριακός δείκτης•
-район παραμεθόρια περιοχή.
2. του συνοριακού φρουρού•-ая форма η στολή του συνοριακού φρουρού.
-
37 смежный
επ., βρ: -жен, -жна, -жноγειτονικός, διπλανός•-ая комната διπλανό δωμάτιο•
-ое село διπλανό χωριό.
|| μτφ. συναφής, συγγενής, παραπλήσιος•-ые понятия συναφείς έννοιες.
|| όμορος, μεθόριος. -
38 μετόπη
Grammatical information: f.Meaning: `metope', field between the triglyphs on the frieze of Dorian temples (Vitr.; codd. methope, -a like triumphus, sephulcrum a. o., cf. Leumann Lat. Gr. 131); also μεθόπια n.pl. (Delph. IVa, H.; μ[..] οπια Att. inscr. IVa); on θ beside τ cf. ἐφόπτης beside ἐπόπτης a.o. (Schwyzer 220).Other forms: (accent not given).Origin: GR [a formation built with Greek elements]Etymology: With μετόπιον agree exactly other technical terms like μετακιόνιον, μεταστύλιον `space between the columns' (Att. a. hell. inscr.), μεθόριος, - ον `what lies between boundaries, borderland between two countries' (Th., X.). It must then indicate a space between the ὀπαι. Acc. to Vitr. 4, 2, 4 the ὀπαί = tignorum cubicula et asserum, i. e. openings or indentations in the beams, in which the heads of the crossbeams were fitted in; these heads wre covered with special planks, the soc. triglyphs. Acc. to another view, rejected by Vitr., the ὀπαί were orig. light-openings, what fits certainly beter to the meaning of ὀπή. In favour of this view with extensive argumentation Demangel BCH 55, 117ff.; he sees in the triglyphs a grille, before which later the ὀπαί were put. -- The clearly secondary form μετόπη was adapted to the simplex, perhaps because the metopes themselves could seem "openings-between"; μετόπη `opening between (the triglyphs)' would have been taken like περί-κηπος `garden around (the house)' (hell. a. late pap.; Risch IF 59, 252) or nearly understood like μεσ-αύλη (s. μέταυλος). Cf. Johnson ClassPhil. 30, 260f. (in details wrong).Page in Frisk: 2,220Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μετόπη
-
39 Border
subs.Fringe: Ar. and V. κράσπεδα, τά.Edge: P. χεῖλος, τό.Of land: P. ἐσχατία, ἡ.Fringe: met., P. and V. κράσπεδα, τά (Xen.).Boundary: P. and V. ὅρος, ὁ, ὅρια, τά, V. ὅρισμα, τό, P. μεθόρια, τά (Xen.).——————adj.(e.g. border-town): P. μεθόριος.——————v. trans.P. and V. ὁρίζειν.Border on, be near: P. and V. προσκεῖσθαι (dat.), P. ἔχεσθαι (gen.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Border
-
40 Border line
subs.On the border line, between: use P. μεθόριος, with two genitives.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Border line
См. также в других словарях:
μεθόριος — lying between as a boundary masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεθόριος — α, ο, θηλ. και ος (ΑM μεθόριος, ον, Α θηλ. και ία) 1. αυτός που βρίσκεται μεταξύ δύο ορίων, αυτός που αποτελεί το όριο, το σύνορο δύο χωρών ή επικρατειών (α. «ἡ δὲ Θυρεᾱτις γῆ μεθορία τῆς Ἀργείας καὶ Λακωνικῆς ἐστιν», Θουκ. β. «μεθόριος γραμμή»)… … Dictionary of Greek
μεθόριος — α, ο εκείνος που βρίσκεται στα σύνορα, ο συνοριακός. η ίου, τα όρια δύο κρατών, τα σύνορα: Η μεθόριος χωρίζει τα δύο κράτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεθορίων — μεθόριος lying between as a boundary fem gen pl μεθόριος lying between as a boundary masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεθόριον — μεθόριος lying between as a boundary masc acc sg μεθόριος lying between as a boundary neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεθορίαις — μεθόριος lying between as a boundary fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεθορίοις — μεθόριος lying between as a boundary masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεθορίου — μεθόριος lying between as a boundary masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεθορίους — μεθόριος lying between as a boundary masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεθορίῳ — μεθόριος lying between as a boundary masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεθόρια — μεθόριος lying between as a boundary neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)