Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

μεγαλύνομαι

См. также в других словарях:

  • μεγαλύνομαι — μεγαλύ̱νομαι , μεγαλύνω make great aor subj mid 1st sg (epic) μεγαλύ̱νομαι , μεγαλύνω make great pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αίρω — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Οινωπίωνα, βασιλιά της Χίου και πρώτου οικιστή του νησιού, σύζυγος του Ωρίωνα και μητέρα του Χίου, που έδωσε το όνομά του στο νησί Οφιούσα. * * * (Α αἴρω και ποιητ. ἀείρω) 1. σηκώνω, υψώνω 2. σηκώνω κάτι και τό κρατώ… …   Dictionary of Greek

  • καταμεγαλύνομαι — (Α) υπερηφανεύομαι σε βάρος κάποιου, συμπεριφέρομαι σε κάποιον με μεγάλη αλαζονεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + μεγαλύνομαι «συμπεριφέρομαι υπερήφανα»] …   Dictionary of Greek

  • μεγαλειώ — μεγαλειώ, όω και μεγαλειώνω (Μ) [μεγαλείον] (ενεργ. και μέσ.) 1. αλαζονεύομαι, υπερηφανεύομαι 2. δοξάζομαι, μεγαλύνομαι 3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) μεγαλειωμένος, η, ον υπερήφανος, αλαζόνας …   Dictionary of Greek

  • μεγαλύνω — (ΑM μεγαλύνω) [μέγας] 1. καθιστώ κάποιον ή κάτι ισχυρό, ισχυροποιώ, δυναμώνω («τοὺς πολεμίους μεγαλύνετε», Θουκ.) 2. προσδίδω μεγαλείο, δοξολογώ, εγκωμιάζω, ανυμνώ («μεγαλύνει ἡ ψυχή μου τὸν Κύριον», ΚΔ) αρχ. 1. μέσ. μεγαλύνομαι καυχώμαι,… …   Dictionary of Greek

  • μεγεθούμαι — μεγεθοῡμαι, όομαι (Α) [μέγεθος] γίνομαι μεγάλος, μεγαλώνω, μεγαλύνομαι, μεγεθύνομαι, αρχίζω να αποκτώ μέγεθος …   Dictionary of Greek

  • ՄԵԾԱՆԱՄ — (ացայ.) NBH 2 0239 Chronological Sequence: Unknown date, 7c, 9c չ. μεγαλύνομαι magnus fio, ingrandesco, magnificor Մեծ լինել. զարգանալ. յարգի լինել. առաւելուլ յո՛ր եւ է կարգի. մենծնալ. ... *Մեծացաւ մանուկն սամուէլ առաջի տեառն: Որպէս մեծացաւ անձն… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»