-
1 κατα-μεγαλύνομαι
κατα-μεγαλύνομαι, dep. pass., sich brüsten, τινός, gegen Einen, Euseb.
-
2 μειόω
μειόω, kleiner machen, verringern, verkleinern, μηδὲν μείου τοῠ ἀληϑοῦς τὰ τῶν πολεμίων, Xen. Cyr. 6, 3, 17, stelle es nicht geringer dar; τὸ γεγενημένον, im Ggstz von μεγαλύνομαι, Hier. 2, 171 Ggstz von αὔξω, Pol. 9, 20, 3; D. Hal. 4, 16; häufiger im pass. weniger, auch geringer, schlechter werden, abnehmen, Plat. Crat. 409 c; Xen. Mem. 2, 7, 9; πάντες τὴν διάνοιαν μειοῦνται, 4, 8, 1; οἱ οἶκοι μειοῦνται, Oec. 2, 15; τινός, nachstehen, Cyr. 7, 5, 65; Luc. merc. cond. 27.
-
3 ἀγάλλω
ἀγάλλω (entst. aus ἈΓΑΛΊΩ, von ἈΓΑΛΟΣ = ἀγλαός, vergl. ἄγαν, ἄγαμαι), verherrlichen, schmücken (VLL. κοσμεῖν, τιμᾶν), δίφρον Pind. O. 1, 86; N. 5, 43; Eur. εὐνὰς γαμηλίους ἀγῆλαι Med. 1026, das Brautbett schmücken; ϑεάν Herc. Fur. 375; verehren, feiern, Aristoph. ϑυσίαισι προσόδοις τε ἀγαλοῦμέν σε Pax 396; ἄγαλλε Φοῖβον τιμᾷ Thesmoph. 128 (vgl. Plat. Leaa. XI, 931 a.); mehrere Fragm. der Komiker bei VLL., z. B. φέρε νῦν ἀγήλω τοὺς ϑεούς Hermipp. B. A. 328; καί σε ἀγαλματίοις ἀγαλοῦμεν Theopomp. ib., s. Ruhnk. ad Tim. 4. Auch noch Dio Cass. – Viel gebräuchlicher praes. u. im Pf Pass., sich zieren, erfreuen einer Sache (VLL. τέρπεσϑαι), τινί, Hom. bes. partic., νῆες ἀγαλλόμεναι Διὸς οὔρῳ Od. 5, 176, ὄρνιϑες πτερύγεσσιν Il. 2, 462, ἵπποισιν καὶ ὄχεσφιν 12, 114; – Hes. ὀπὶ καλῇ Theog. 68; κόσμῳ 587; ἀσπίδι ἀγάλλεται Archil. 51; ἑορταῖς Eur. Troad. 452; ohne cas. Hacch. 1195 (vgl. φυτὰ τέ-ϑηλε, χλοάζει, ἀγάλλεται, Plut. curios. 5). – Auch wie das act., ἀγαλλόμεναι ϑεόν Bacch. 155; so öfter Orpheus Arg. u. Anth., ἀγάλλει (2 pers.) ἀμφὶ σῦκα Axionic. Ath. VIII, 842 c. – In Prosa eben so, Her. ἐφόρεε (τὸ φᾶρος) καὶ ἀγάλλετο 9, 109; τῷ ὀνόματι 1, 143; τῷ ὀνείδει Plat. Theaet. 176 d; Xen. oft, neben σεμνύνεσϑαι Ages. 9, 1; neben μεγαλύνομαι Oec. 21, 5; ἐπί τινι Thuc. 3, 82 (wo αἰσχύνονται entgegensteht); Xen. Conv. 3, 14; An. 2, 6, 26, wo auch im schlimmen Sinne ἐπὶ τῷ ἀπατᾶν ἀγ. steht; τινά, bei Coluth. 16 (der aber sonst auch den dat. hat) u. Apollond. 23 (VII, 378). – Mit dem partic., Hom., ἀγάλλεται. τεύχεα ἔχων Il. 17, 473 u. 18, 132, – auch Archil. 81, Thuc. 4, 95; Xen. Ag. 5, 5 ( opp. ᾐσχύνετο). Luc. sagt ἀλλοτρίοις πτεροῖς ἀγάλλεσϑαι, sich mit fremden Federn schmücken, pro merc. cond. 4.
-
4 καταμεγαλύνομαι
κατα-μεγαλύνομαι, sich brüsten, τινός, gegen einen
См. также в других словарях:
μεγαλύνομαι — μεγαλύ̱νομαι , μεγαλύνω make great aor subj mid 1st sg (epic) μεγαλύ̱νομαι , μεγαλύνω make great pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αίρω — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Οινωπίωνα, βασιλιά της Χίου και πρώτου οικιστή του νησιού, σύζυγος του Ωρίωνα και μητέρα του Χίου, που έδωσε το όνομά του στο νησί Οφιούσα. * * * (Α αἴρω και ποιητ. ἀείρω) 1. σηκώνω, υψώνω 2. σηκώνω κάτι και τό κρατώ… … Dictionary of Greek
καταμεγαλύνομαι — (Α) υπερηφανεύομαι σε βάρος κάποιου, συμπεριφέρομαι σε κάποιον με μεγάλη αλαζονεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + μεγαλύνομαι «συμπεριφέρομαι υπερήφανα»] … Dictionary of Greek
μεγαλειώ — μεγαλειώ, όω και μεγαλειώνω (Μ) [μεγαλείον] (ενεργ. και μέσ.) 1. αλαζονεύομαι, υπερηφανεύομαι 2. δοξάζομαι, μεγαλύνομαι 3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) μεγαλειωμένος, η, ον υπερήφανος, αλαζόνας … Dictionary of Greek
μεγαλύνω — (ΑM μεγαλύνω) [μέγας] 1. καθιστώ κάποιον ή κάτι ισχυρό, ισχυροποιώ, δυναμώνω («τοὺς πολεμίους μεγαλύνετε», Θουκ.) 2. προσδίδω μεγαλείο, δοξολογώ, εγκωμιάζω, ανυμνώ («μεγαλύνει ἡ ψυχή μου τὸν Κύριον», ΚΔ) αρχ. 1. μέσ. μεγαλύνομαι καυχώμαι,… … Dictionary of Greek
μεγεθούμαι — μεγεθοῡμαι, όομαι (Α) [μέγεθος] γίνομαι μεγάλος, μεγαλώνω, μεγαλύνομαι, μεγεθύνομαι, αρχίζω να αποκτώ μέγεθος … Dictionary of Greek
ՄԵԾԱՆԱՄ — (ացայ.) NBH 2 0239 Chronological Sequence: Unknown date, 7c, 9c չ. μεγαλύνομαι magnus fio, ingrandesco, magnificor Մեծ լինել. զարգանալ. յարգի լինել. առաւելուլ յո՛ր եւ է կարգի. մենծնալ. ... *Մեծացաւ մանուկն սամուէլ առաջի տեառն: Որպէս մեծացաւ անձն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)