Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

μεγαλώνω

  • 101 крупнеть

    ρ.δ. μεγαλώνω, μεγεθύνομαι, ογκώνομαι,.

    Большой русско-греческий словарь > крупнеть

  • 102 нарастать

    -ает, ρ.δ.
    βλ. нарасти. || αυξαίνω, μεγαλώνω, αναπτύσσομαι•

    -йет возмущние μεγαλώνει η αγανάκτηση.

    Большой русско-греческий словарь > нарастать

  • 103 нарасти

    -тт, παρλθ. χρ. нарос, -ла, -о, μτχ. παρλθ. χρ. наросший, ρ.σ.
    1. φύομαι, φυτρώνω, αναπτύσσομαι. || μεγαλώνω, αυξαίνω.
    2. (με ποσοτική σημ.) φυτρώνω, βλασταίνω•

    -ло много деревьев βλάστησαν πολλά δέντρα.

    3. μαζεύομαι, αυξάνομαι, πολλαπλασιάζομαι (για τόκους, χρέη κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > нарасти

  • 104 нарастить

    -ращу, -растишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наращённый, βρ: -щён, -щена, -о ρ.σ.
    1. μεγαλώνω, αυξάνω, αναπτύσσω.
    2. μακραίνω, επιμηκύνω• αβγατίζω•

    нарастить водопроводную трубу αβγατίζω τον υδροσωλήνα.

    3. (με ποσοτική σημ.) καλλιεργώ, φυτεύω•

    нарастить много овошей καλλιεργώ πολλά λαχανικά.

    4. μαζεύω, αποταμιεύω, συγκεντρώνω.

    Большой русско-греческий словарь > нарастить

  • 105 народить

    -ожу, -одишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. нарождённый, βρ: -дён, -дена, -дено
    ρ.σ.μ.
    γεννώ (πολλά)•

    народить кучу детей γεννώ ένα σωρό παιδιά.

    1. γεννιέμαι•

    -лся сын γεννήθηκε αγόρι•

    -лось много детей γεννήθηκαν πολλά παιδιά.

    || μεγαλώνω•

    -лось новое поколение μεγάλωσε νέα γενιά.

    2. μτφ. εμφανίζομαι.
    εκφρ.
    - лся месяц – (απλ.) πιάστηκε το φεγγάρι.

    Большой русско-греческий словарь > народить

  • 106 нога

    θ.
    πόδι•

    болит правая нога πονά το δεξιό πόδι•

    стоять на одной - στέκομαι στο ένα πόδι•

    тонкие -и λεπτά πόδια (κανιά)•

    передние, задние -и μπροστινά, πισινά πόδια•

    μτφ. στήριγμα•

    -и стола τα πόδια του τραπεζιού.

    εκφρ.
    без (задних) ног – μου κόπηκαν τα πόδια (από την κούραση)•
    в -ах – το μέρος του κρεβατιού των ποδιών (απέναντι του κεφαλόκλινου)•
    к нога! – (στρατ. παράγγελμα) παρά πόδα!•
    на -ах – στα πόδια•
    уснуть на -ах – α) κοιμάμαι ορθός, β) σε κίνηση, στα πόδια, επί ποδός. γ) όχι στο κρεβάτι•
    перенести грипп на -ах – περνώ τη γρίπη στα πόδια (ορθός)•
    деревянная нога – ξύλινο πόδι (ξυλοπόδαρο)•
    нога за -у идти (ташиться, плестись) – αργοβαδίζω,βαδίζω σαν τη χελώνα, καρκινοβατώ•
    взять -у – παίρνω βήμα•
    дать -у – δίνω βήμα•
    быть на дружеской (короткой) - – έχω φιλικές (στενές) σχέσεις•
    стать на дружескую (короткую) -у – αποκατασταίνω φιλικές (στενές) σχέσεις•
    быть {стоять)на равной - с кем – απευθύνομαι ως ίσος προς ίσον•
    поставить (организовать) что на какую -у – προσαρμόζω (οργανώνω) κατά το υπόδειγμα (τρόπο) κάποιου•
    еле (едва, насилу) -и волочить (тасканогать) – μόλις μπορώ και σέρνω τα πόδια• (стоять) одной -ой в могиле (в гробу)• ногаодна нога в могиле (в гробу) με το ένα πόδι στον τάφο ή στο λάκκο, (είναι) του θανατά•
    идти ή шагать (нога) в -уκυρλξ. κ. μτφ. συμβαδίζω•
    кланяться в -и кому – προσκυνώ, φιλώ τα πόδια κάποιου•
    стать(встать ή поднять(ся) на -и – α) σηκώνομαι στα πόδια, αναρρώνω, β) ανακτώ δυνάμεις, αναστηλώνομαι•
    слетать на одной - – έ πηγαίνω και γυρίζω στα πεταχτά, πετιέμαι•
    поставить (поднять) на -и – α) θεραπεύω, αναστηλώνω, β) ανατρέφω, μεγαλώνω (ώσπου να γίνει αυτοτελής). γ) ξεσηκώνω, αναστατώνω, κινητοποιώ•
    стоять на (своих, собственных)-ах – στηρίζομαι μόνο στον εαυτό μου•
    стоять на -ах крепко (прочно) – στέκομαι γερά στα πόδια (είμαι αυτοτελής, αυτεξούσιος)•
    хромать на обе ноги – α) κουτσαίνω από τα δυό πόδια, δεν πάει καθόλου καλά (η υπόθεση, δουλειά κ.τ.τ.), β) έχω τελείως άγνοια, (μεσάνυχτα)• την παθαίνω, πέφτω σε γκάφα•
    вертеться (путаться, мешать(ся) под -ами – γίνομαι τσιμπούρι (κουνούπι), ενοχλώ επίμονα•
    валить с ног – ρίχνω κάτω (εζασθενώ)•
    валиться (падать) с ног – πέφτω από τα πόδια μου (κατεξαντλούμαι, εξασθενίζω)•
    на широкую (большую, барскую) -у – πλούσια, πλουσιοπάροχα, αρχοντικά•
    встать с левой ή не с той -и – σηκώνομαι μαχμουρλής, βαριόθυμος εξοργισμένος•
    ни -ой к кому – δεν πατάω ούτε στο κατώφλι κάποιου (δεν επισκέπτομαι καθόλου)•
    со всех ног – ολοταχώς, τρεχάλα•
    давай Бог -и – τρεχάλα να δουν τα μάτια σου (αφάνταστη ταχύτητα)•
    левой -ой делать – φτιάχνω όπως-όπως, άσχημα, άτεχνα•
    одно нога здесь,(а) другая там – πηγαίνω και επιστρέφω γρήγορα, πετάγομαι•
    откуда -и взялись – (απο) που βρέθηκε τέτοια μεγάλη ταχύτητα•
    нога чет – τι θέλω εγώ εκεί, τι μου χρειάζεται εμένα (για άσκοπες ενέργειες)•
    чтобы -и чьей не было у кого – γα μην πατήσει το πόδισε κάποιον (να μην επισκεφτεί).

    Большой русско-греческий словарь > нога

  • 107 опсоветь

    -еет
    ρ.σ. (για κουτάβι) μεγαλώνω, γίνομαι σκύλος.

    Большой русско-греческий словарь > опсоветь

  • 108 отрасти

    -стт, παρλθ. χρ. отрос, -ла, -лб
    μτχ. παρλθ. отросший
    ρ.σ. φύομαι,αναφύομαι• φυτρώνω, εκβλαστάνω• αυξάνομαι, μεγαλώνω.

    Большой русско-греческий словарь > отрасти

  • 109 пелёнка

    θ.
    σπάργανο.
    εκφρ.
    выйти из -ок – βγαίνω από τα σπάργανα, μεγαλώνω, καταλαβαίνω πια•
    от -ок ή с -ок – από τα σπάργανα, από τη βρεφική ηλικία.

    Большой русско-греческий словарь > пелёнка

  • 110 переть

    пру, пршь, παρλθ. χρ. пр
    -ла, -ло
    ρ.δ. (απλ.)
    1. πηγαίνω (κάπου μακριά σε μεγάλη απόσταση).
    (απλ.) βαδίζω ολούθε αδιακρίτως, όπου θέλω, οπού μου καπνίσει. || κινούμαι μαζικά.
    2. πιέζω• χτυπώ• σουβλώ.
    3. εξέρχομαι, βγαίνω, εξέχω• φαίνομαι.
    4. μεγαλώνω, αυξαίνω• χοντραίνω.
    5. σέρνω, κουβαλώ κάτι ογκώδες.
    6. κλέβω.
    βλ. ενεργ. φ. (1 σημ.).

    Большой русско-греческий словарь > переть

  • 111 повзрослеть

    ρ.σ. ηλικιώνομαι, μεγαλώνω.

    Большой русско-греческий словарь > повзрослеть

  • 112 подрасти

    ρ.σ. αναπτύσσομαι, μεγαλώνω λίγο•

    деревья за лето -сли τα δέντρα για ένα καλοκαίρι μεγάλωσαν λίγο•

    подрастт подрасти узнает θα μεγαλώσει подрасти θα μάθει.

    Большой русско-греческий словарь > подрасти

  • 113 подращивать

    ρ.δ.
    βλ. подрастить..
    μεγαλώνω τρέφομαι.

    Большой русско-греческий словарь > подращивать

  • 114 помножить

    ρ.σ.μ.
    1. πολλαπλασιάζω.
    2. μτφ. αυζαίνω, μεγαλώνω, αναπτύσσω.

    Большой русско-греческий словарь > помножить

  • 115 порасти

    ρ.σ.
    1. αυξαίνω, μεγαλώνω, αναπτύσσομαι.
    2. καλύπτομαι, σκεπάζομαι, γεμίζω•

    дорожки поросли травой τα δρομάκια γέμισαν χορτάρι.

    Большой русско-греческий словарь > порасти

  • 116 предел

    α.
    1. όριο, σύνορο, γραμμή•

    обозначить на карте -ы области σημειώνω στο χάρτη τα όρια της περιοχής.

    || μτφ. το άκρο•

    выйти из -ов благопристойности ή приличия βγαίνω από τα όρια της ευπρέπειας•

    перейти -ы дозволенного ξεπερνώ τα όρια του επιτρεπτού•

    в -ах возможного στα όρια του δυνατού•

    доходить (дойти) до -а φτάνω στα άκρα•

    вне -ов έξω από τα όρια•

    за -ами. πέρα από τα όρια.

    2. πλθ. -ы, -ов τα σύνορα•

    расширить -ы государства μεγαλώνω τα όρια του κράτους.

    || παλ. περιοχή.
    3. το ανώτερο όριο, το έπακρο, το άκρον άωτον•

    предел упругости το ανώτατο όριο ελαστιχότητας.

    || τέλος, τέρμα•

    всякому терпению есть -η υπομονή έχει όρια•

    положить предел βάζω τέρμα.

    Большой русско-греческий словарь > предел

  • 117 прибавить

    -влго -вишь ρ.σ.μ.
    1. βάζω επιπρόσθετα, προσθέτω συμπληρωματικά, βάζω και άλλο, ακόμα λίγο•

    прибавить сахару βάζω ακόμα λίγη ζάχαρη•

    прибавить вина в стакан ρίχνω ακόμα λίγο κρασί στο ποτήρι.

    2. αυξαινω, ανεβάζω•

    -зарплату αυξαίνω τις αποδοχές•

    прибавить огня в лампе ανεβάζω το φως της λάμπας.

    3. βάζω, αυξαίνω κατά το βάρος•

    на курорте она -ла несколько килограммов στη λουτρόπολη αυτή έβαλε κάμποσα κιλά.

    4. αμ. προσθέτω, λέγω•

    не забудьте, -ил он, что я скоро ухожу μην ξεχνάτε, πρόσθεσε αυτός, ότι γρήγορα φεύγω.

    5. υπερβάλλω, μεγαλοποιώ, τα παραλέω, τα παραφουσκώνω.
    6. κάνω αριθμητική πρόσθεση•

    прибавить три к семи προσθέτω τρία και εφτά.

    προστίθεμαι, προσθέτομαι, αυξαίνομαι, μεγαλώνω κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    день -лся η μέρα μεγάλωσε•

    он -лся на пять килограммов αυτός έβαλε (αύξησε το βάρος του) πέντε κιλά•

    вода -лась η στάθμη του νερού ανέβηκε•

    к бедности -лась ещё и болезнь στη φτώχεια προστέθηκε και η αρρώστεια.

    Большой русско-греческий словарь > прибавить

  • 118 прибыль

    θ.
    1. κέρδος•

    получить прибыль παίρνω (βγάζω) κέρδος, κερδίζω•

    крупная прибыль μεγάλο κέρδος•

    погоня -за -ями κυνήγημα κερδών•

    чжстая прибыль καθαρό κέρδος•

    торговая прибыль εμπορικό κέρδος•

    извлекать прибыль βγάζω κέρδος•

    приносить прибыль (απο)φέρω κέρδος.

    2. όφελος, ωφέλεια, απολαβή•

    какая мне в этом -? τι όφελος έχω απ αυτό;

    3. αύξηση, ανέβασμα, άνοδος•

    прибыль населения αύξηση του πληθυσμού•

    вода идёт на прибыль το νερό (η στάθμη του νερού) ανεβαίνει.

    εκφρ.
    пойти на прибыль – μεγαλώνω, αυξαίνω•
    день пошёл на прибыль – η μέρα άρχισε να μεγαλώνει.

    Большой русско-греческий словарь > прибыль

  • 119 прибыть

    ρ.σ.
    1. φτάνω, καταφτάνω, έρχομαι, αφικνούμαι•

    поезд -был το τρένο ήρθε•

    пароход -был το ατμόπλοιο κατέπλευσε•

    на праздник -были много делегаций στη γιορτή ήρθαν πολλές αντιπροσωπείες•

    -были грузы ήρθαν φορτία.

    2. αυξαίνω, μεγαλώνω, ανεβαίνω, ανέρχομαι•

    прибыть в весе αυξαίνω στο βάρος•

    вода -была το νερό (η στάθμη του νερού) ανέβηκε.

    Большой русско-греческий словарь > прибыть

  • 120 придать

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. приданный, βρ: -дан, -а, -о.
    1. προσδίνω, δίνω επιπρόσθετα•

    придать отряду артиллерию δίνω επί πλέον στο τμήμα πυροβολικό.

    2. προσθέτω, αυξαίνω, μεγαλώνω, δυναμώνω, ενισχύω•

    придать вкусу чему-н. προσδίνω γούστο σε κάτι•

    любовь -ла ей бодрости и силы η αγάπη της έδοσε σφρίγος και δύναμη•

    придать устойчивости προσδίνω σταθερότητα•

    придать блеск προσδίνω λάμψη.

    Большой русско-греческий словарь > придать

См. также в других словарях:

  • μεγαλώνω — μεγαλώνω, μεγάλωσα, μεγαλωμένος βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μεγαλώνω — (Μ μεγαλώνω) 1. καθιστώ, κάτι μεγάλο ή μεγαλύτερο από όσο είναι, μεγεθύνω, αυξάνω («θα μεγαλώσω το οικόπεδό μου αγοράζοντας και το διπλανό κτήμα») 2. μτφ. ανατρέφω κάποιον («μεγαλώνει το παιδί της χωρίς την οικονομική υποστήριξη τού συζύγου της») …   Dictionary of Greek

  • μεγαλώνω — μεγάλωσα, μεγαλωμένος 1. μτβ., κάνω κάτι μεγάλο, μεγεθύνω, επεκτείνω: Μεγάλωσα τις επιχειρήσεις μου κάνοντας σωστές επιλογές. 2. (συνεκδοχ.), τρέφω, ανατρέφω: Μεγάλωσε τα παιδιά του με αρχές. 3. αμτβ., αυξάνω, γίνομαι μεγαλύτερος: Τα δέντρα που… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακρομεγαλώνω — 1. μεγαλώνω λίγο, φθάνω μόλις σε κάποια ηλικία 2. φθάνω σε μεγάλη ηλικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (ΙΙ) + μεγαλώνω] …   Dictionary of Greek

  • αποθεριεύω — 1. μεγαλώνω και γίνομαι δυνατός σαν θηρίο 2. (για φυτά ή δέντρα) μεγαλώνω υπερβολικά …   Dictionary of Greek

  • αυξάνω — και αυξαίνω και αξαίνω και αύξω (AM αὐξάνω και αὔξω, Μ και αὐξαίνω και ἀξαίνω) 1. (μτβ.) μεγαλώνω κάτι, το κάνω περισσότερο από όσο ήταν, το πολλαπλασιάζω 2. (αμτβ. με σημ. μέσ.) γίνομαι περισσότερος ή μεγαλύτερος, πληθαίνω, πολλαπλασιάζομαι αρχ …   Dictionary of Greek

  • εκτρέφω — (AM ἐκτρέφω) 1. τρέφω κάποιον από μικρή ηλικία ώσπου να μεγαλώσει, μεγαλώνω, ανατρέφω 2. τρέφω, διατρέφω, συντηρώ νεοελλ. αναπτύσσω από ηθική άποψη αρχ. 1. αυξάνω, μεγαλώνω 2. μέσ. αναλαμβάνω να αναθρέψω 3. (για ζώα) κυοφορώ, γεννώ (τὸ… …   Dictionary of Greek

  • εκτρέχω — (AM ἐκτρέχω) τρέχω έξω, βγαίνω τρέχοντας, εξορμώ, κάνω έξοδο μσν. 1. διατρέχω 2. αναζητώ, επιδιώκω 3. ορμώ, εξορμώ 4. περιέρχομαι αρχ. 1. φεύγω τρέχοντας 2. (για κέρατα) μεγαλώνω, αυξάνομαι 3. (για φυτό) βλαστάνω γρήγορα, μεγαλώνω 4. (για θυμό)… …   Dictionary of Greek

  • εναυξάνω — ἐναυξάνω (Α) προκαλώ αύξηση, αυξάνω, μεγαλώνω («οἱ πόνοι... ἐπιθυμίαν ἀρετής ἐνηύξησαν», Ξεν.) 2. παθ. ἐναυξάνομαι μεγαλώνω, αυξάνομαι, αποκτώ επίδοση σε κάτι …   Dictionary of Greek

  • ηλικιώνομαι — και ηλικιούμαι (AM ἡλικιοῡμαι, όομαι) [ηλικία] 1. μεγαλώνω στα χρόνια, ανδρώνομαι, φθάνω σε ώριμη ηλικία, ωριμάζω 2. ενεργ. ηλικιώ και ηλικιώνω μεγαλώνω, ανατρέφω παιδιά! νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ.) ηλικιωμένος, η, ο α) ο γέροντας, αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • μεγάλωμα — το (Α μεγάλωμα) [μεγαλώνω] νεοελλ. 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μεγαλώνω, μεγέθυνση, αύξηση («το μεγάλωμα τού σπιτιού») 2. ανατροφή («μετά τον θάνατο τής μητέρας, η γιαγιά ανέλαβε το μεγάλωμα τών παιδιών») 3. ενηλικίωση 4. μεγαλοποίηση,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»