Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

μεγαλώνω

  • 121 прирасти

    ρ.σ.
    1. συμφύομαι• πιάνω•

    черенок -рос к дереву το εμβόλιο έπιασε στο δέντρο.

    || μτφ. συνδέομαι αδιάρρηκτα. || μτφ. ακινητώ, κολλώ, γίνομαι ένα σώμα.
    2. αυξαι-νω, μεγαλώνω, αβγατίζω•

    стадо -ло το κοπάδι μεγάλωσε.

    Большой русско-греческий словарь > прирасти

  • 122 прогрессировать

    -рую, -руешь
    ρ.δ.
    1. αυξαίνω, αναπτύσσομαι, μεγαλώνω, δυναμώνω.
    2. προοδεύω• εξελίσσομαι•

    наука -рует η επιστήμη προοδεύει.

    Большой русско-греческий словарь > прогрессировать

  • 123 произрасти

    ρ.σ. αναπτύσσομαι, μεγαλώνω.

    Большой русско-греческий словарь > произрасти

  • 124 разбухнуть

    -ну, -нешь, παρλθ. χρ. разбух
    -ла, -ло
    ρ.σ.
    1. φουσκώνω, διογκώνομαι, εξογκώνομαι (από υγρασία). || πρήζομαι. || παχαίνω• χοντραίνω.
    2. μεγαλώνω, αυξαίνω υπεραρκετά.

    Большой русско-греческий словарь > разбухнуть

  • 125 развернуть

    -ну, -ншь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разврнутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. ξετυλίγω• ξεδιπλώνω• αναπτύσσω• απλώνω•

    бумагу, ковр ξετυλίγω το χαρτί, το χαλί•

    развернуть знамя ξεδιπλώνω τη σημαία•

    деревья -ли почки τα δέντρα έβγαλαν μπουμπούκια (μπουμπούκιασαν).

    || ανοίγω•

    развернуть книгу ανοίγω το βιβλίο•

    развернуть салфетку ανοίγω (ξεδιπλώνω) το πετσετάκι•

    развернуть паруса ανοίγω τα πανιά (ιστία).

    2. ισάζω, ισώνω, κάνω ευθύ•

    развернуть плечи ισώνω τους ώμους.

    3. (στρατ.) αναπτύσσω• παίρνω διατάξεις μάχης•

    развернуть колонну при наступлении αναπτύσσω τη φάλαγγα σε διάταξη επίθεσης.

    4. (στρατ.) μετασχηματίζω, μετατρέπω•

    развернуть бригаду в дивизию μετασχηματίζω την ταξιαρχία σε μεραρχία.

    5. δημιουργώ, φτιάχνω πρόχειρα.
    6. μτφ. αυξαίνω, μεγαλώνω•

    развернуть все свои силы αναπτύσσω όλες τις δυνάμεις μου•

    он блестяще -ул свой талант αυτός λαμπρά ανέπτυξε το ταλέντο του•

    развернуть социалистическое соревнование αναπτύσσω πλέρια τη σοσιαλιστική άμιλλα.

    7. μτφ. εκθέτω λεπτομερώς•

    развернуть план αναπτύσσω λεπτομερώς το σχέδιο.

    1. ξετυλίγομαι• ξεδιπλώνομαι. || ανοίγομαι (στον αέρα). || ανοίγομαι, χωρίζω•

    книга -лась в ин-терсном месте το βιβλίο άνοιξε σε ενδιαφέρον μέρος (σελίδα)•

    покупки -лись τα ψώνια ανοίχτηκαν.

    2. (στρατ.) μετασχηματίζομαι, μετατρέπομαι•

    полк -лся в бригаду το σύνταγμα μετασχηματίστηκε σε ταξιαρχία.

    3. εκτείνομαι, ξαπλώνομαι, ξανοίγομαι• αναπτύσσομαι.
    4. μτφ. προβάλλω, εμφανίζω, δείχνω (τον εαυτό μου, δυνάμεις μου, ικανότητες κ.τ.τ.).
    φέρνομαι ελεύθερα, ξανοίγομαι, δε συστέλλομαι.
    5. αναπτύσσομαι πολύ.
    6. στρίβω, στρέφω, κάνω στροφή, γυρίζω.
    7. (απλ.) βλ. размахнуться.

    Большой русско-греческий словарь > развернуть

  • 126 разогнать

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разогнанный, βρ: -нан, -а, -о
    1. διασκορπίζω, διώχνω, προγκίζω•

    разогнать птиц προγκίζω τα πτηνά.

    || διαλύω (για σύννεφα, ομίχλη κ.τ.τ.). || στέλλω προς διάφορες κατευθύνσεις. || αποπέμπω, απολύω•

    разогнать всех бюрократов διώχνω όλους τους γραφειοκράτες.

    2. διαλύω•

    царь -ал думу ο τσάρος διέλυσε τη Βουλή•

    разогнать демонстрантов διαλύω τους διαδηλωτές.

    3. μτφ. αποβάλλω•

    разогнать тоску διώχνω τη μελαγχολία.

    4. αναπτύσσω όλη την ταχύτητα.
    5. μεγαλώνω, επιμηκύνω, μακραίνω•

    разогнать письмо на несколько страниц κάνω το γράμμα μακροσκελές.

    εκφρ.
    разогнать кровь, – τονώνω! την κυκλοφορία του αίματος.
    τρέχω με όλη την ταχύτητα.

    Большой русско-греческий словарь > разогнать

  • 127 разрастись

    -сттся, παρλθ. χρ. разросся, -лась, -лось
    ρ.σ.
    1. αυξαίνομαι, μεγαλώνω,αναπτύσσομαι• πυκνώνω, φουντώνω (για φυτά).
    2. πληθύνομαι•

    город разросся η πόλη μεγάλωσε.

    || δυναμώνω.

    Большой русско-греческий словарь > разрастись

  • 128 расковыривать

    ρ.δ. βλ. расковырять.
    1. (για οπή) ανοίγομαι, μεγαλώνω με σκάλισμα.
    2. γρατσουνίζομαι, ξεσκαλιζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > расковыривать

См. также в других словарях:

  • μεγαλώνω — μεγαλώνω, μεγάλωσα, μεγαλωμένος βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μεγαλώνω — (Μ μεγαλώνω) 1. καθιστώ, κάτι μεγάλο ή μεγαλύτερο από όσο είναι, μεγεθύνω, αυξάνω («θα μεγαλώσω το οικόπεδό μου αγοράζοντας και το διπλανό κτήμα») 2. μτφ. ανατρέφω κάποιον («μεγαλώνει το παιδί της χωρίς την οικονομική υποστήριξη τού συζύγου της») …   Dictionary of Greek

  • μεγαλώνω — μεγάλωσα, μεγαλωμένος 1. μτβ., κάνω κάτι μεγάλο, μεγεθύνω, επεκτείνω: Μεγάλωσα τις επιχειρήσεις μου κάνοντας σωστές επιλογές. 2. (συνεκδοχ.), τρέφω, ανατρέφω: Μεγάλωσε τα παιδιά του με αρχές. 3. αμτβ., αυξάνω, γίνομαι μεγαλύτερος: Τα δέντρα που… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακρομεγαλώνω — 1. μεγαλώνω λίγο, φθάνω μόλις σε κάποια ηλικία 2. φθάνω σε μεγάλη ηλικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (ΙΙ) + μεγαλώνω] …   Dictionary of Greek

  • αποθεριεύω — 1. μεγαλώνω και γίνομαι δυνατός σαν θηρίο 2. (για φυτά ή δέντρα) μεγαλώνω υπερβολικά …   Dictionary of Greek

  • αυξάνω — και αυξαίνω και αξαίνω και αύξω (AM αὐξάνω και αὔξω, Μ και αὐξαίνω και ἀξαίνω) 1. (μτβ.) μεγαλώνω κάτι, το κάνω περισσότερο από όσο ήταν, το πολλαπλασιάζω 2. (αμτβ. με σημ. μέσ.) γίνομαι περισσότερος ή μεγαλύτερος, πληθαίνω, πολλαπλασιάζομαι αρχ …   Dictionary of Greek

  • εκτρέφω — (AM ἐκτρέφω) 1. τρέφω κάποιον από μικρή ηλικία ώσπου να μεγαλώσει, μεγαλώνω, ανατρέφω 2. τρέφω, διατρέφω, συντηρώ νεοελλ. αναπτύσσω από ηθική άποψη αρχ. 1. αυξάνω, μεγαλώνω 2. μέσ. αναλαμβάνω να αναθρέψω 3. (για ζώα) κυοφορώ, γεννώ (τὸ… …   Dictionary of Greek

  • εκτρέχω — (AM ἐκτρέχω) τρέχω έξω, βγαίνω τρέχοντας, εξορμώ, κάνω έξοδο μσν. 1. διατρέχω 2. αναζητώ, επιδιώκω 3. ορμώ, εξορμώ 4. περιέρχομαι αρχ. 1. φεύγω τρέχοντας 2. (για κέρατα) μεγαλώνω, αυξάνομαι 3. (για φυτό) βλαστάνω γρήγορα, μεγαλώνω 4. (για θυμό)… …   Dictionary of Greek

  • εναυξάνω — ἐναυξάνω (Α) προκαλώ αύξηση, αυξάνω, μεγαλώνω («οἱ πόνοι... ἐπιθυμίαν ἀρετής ἐνηύξησαν», Ξεν.) 2. παθ. ἐναυξάνομαι μεγαλώνω, αυξάνομαι, αποκτώ επίδοση σε κάτι …   Dictionary of Greek

  • ηλικιώνομαι — και ηλικιούμαι (AM ἡλικιοῡμαι, όομαι) [ηλικία] 1. μεγαλώνω στα χρόνια, ανδρώνομαι, φθάνω σε ώριμη ηλικία, ωριμάζω 2. ενεργ. ηλικιώ και ηλικιώνω μεγαλώνω, ανατρέφω παιδιά! νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ.) ηλικιωμένος, η, ο α) ο γέροντας, αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • μεγάλωμα — το (Α μεγάλωμα) [μεγαλώνω] νεοελλ. 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μεγαλώνω, μεγέθυνση, αύξηση («το μεγάλωμα τού σπιτιού») 2. ανατροφή («μετά τον θάνατο τής μητέρας, η γιαγιά ανέλαβε το μεγάλωμα τών παιδιών») 3. ενηλικίωση 4. μεγαλοποίηση,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»