-
41 расширять
1. (делать более широким) φαρδαίνω, πλαταίνω, διαπλατύνω, διευρύνω 2. (увеличивать в числе, объёме) αυξάνω, μεγαλώνω, μεγεθύνω, επεκτείνω 3. (делать более обширным) διευρύνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > расширять
-
42 увеличивать
1. (количество, число) αυξάνω 2. (силу, мощность и т.п.) επαυξάνω, μεγαλώνω 3. (ο линзе, объективе, изображении при печати) μεγεθύνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > увеличивать
-
43 увеличиваться
1. (о количестве, числе, силе и т.п.) αυξάνομαι, μεγαλώνω 2. (о линзе, изображении и т.п.) μεγεθύνομαι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > увеличиваться
-
44 умножать
1. (увеличивать в числе) αυξάνω, πληθαίνω, μεγαλώνω 2. мат. πολλαπλασιάζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > умножать
-
45 утрировать
(подчёркивать) υπερβάλλω, τονίζω(преувеличивать) υπερβάλλω, διογκώνωπαραφουσκώνω, μεγαλώνω, (искажать) παραμορφώνωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > утрировать
-
46 расшириться
επεκτείνομαι; μεγαλώνω ( увеличиться) -
47 возмужать
возмужатьсов ἀντρειεύω, ἀνδρώνομαι, γίνομαι ἄνδρας, ἀνδροῦμαι/ μεγαλώνω, δυναμώνω (окрепнуть). -
48 возрастаниеть
возрастание||тьнесов αὐξάνομαι, μεγαλώνω, πληθαίνω, ἀναπτύσσομαι, (ἐπ)αυξάνομαι/ πολλαπλασιάζομαι (множиться). -
49 выводить
выводитьнесов1. (откуда-л.) ἐξάγω, ἐκβάλλω, βγάζω ἔξω, ὀδηγῶ ἐξω/ ἀποκομίζω (уводить)/ ἀποσύρω (войска)·2. (исключать) βγάζω, διώχνω, ἀποβάλλω, ἀποπέμπω:\выводить из состава президиума βγάζω ἀπό τό προεδρείο·3. (уничтожать) ξερριζώνω (сорняки и т. п.)/ ἐξοντώνω, ἐξολοθρεύω (паразитов)/ βγάζω, καθαρίζω, ξελεκιάζω (пятна и т. п.)·4. (делать вывод) συμπεραίνω, συνάγω·5. (выращивать) μεγαλώνω, θρέφω, τρέφω (животных)/ καλλιεργώ τά φυτά (растения):\выводить цыплят ἐκκολάπτω, ξεκλωσσώ· 6.:\выводить на орбиту τοποθετώ στήν τροχιά· ◊ \выводить из затруднения βγάζω ἀπό τή δυσκολία· \выводить из терпения кого́-л. κάνω κάποιον νά χάσει τήν ὑπομονή του· \выводить кого́-л. на свежую воду ξεσκεπάζω κάποιον, ξεμασκαρώνω, ἀποκαλύπτω· \выводить из строя а) воен. θέτω ἐκτός μάχης, καθιστώ ἀνίκανο, б) (привести в негодность) ἀχρηστεύω. -
50 выкармливать
выкармливатьнесов τρέφω, θρέφω, μεγαλώνω (о животных)/ θηλάζω, γαλουχώ, βυζαίνω (грудью). -
51 вырастать
вырастатьнесов, вырасти сов1. ἀναπτύσσομαι, μεγαλώνω·2. (увеличиваться) αὐξάνομαι·3. (внезапно появляться, возникать) φαίνομαι, προβάλλω, ξεφυτρώνω, παρουσιάζομαι ξαφνικά:как из-под земли вырос ἐμφανίζομαι, ξεφυτρώνω ἀναπάντεχα·4. перен (достигать ка-кой-л. степени) ἀναπτύσσομαι, ἐξελίσσομαι:\вырастать в кру́пного ученого ἐξελίχτηκε σέ μεγάλο ἐπιστήμονα· ◊ она выросла из платья τό φόρεμα τῆς ἔρχεται κοντό· \вырастать в чьйх-л. глаза́х ἀνεβαίνω στήν ἐκτίμηση κάποιου. -
52 выращивать
выращиватьнесов τρέφω, ἀνατρέφω, μεγαλώνω (детей, животных)! φυτοκο-μῶ, καλλιεργώ, φυτεύω (растения):\выращивать кадры δημιουργώ (или ἀναπτύσσω) στελέχη. -
53 вытягиваться
вытягивать||ся1. (растягиваться) ἐπιμηκύνομαι, ἐπεκτείνομαι/ τα-νϋομαι, τεντώνομαι (о резине, пружине)·2. (распрямляться \вытягиваться о человеке) ξαπλώνομαι, ἀπλώνομαι·3. (вырастать) разг αὐξάνομαι, μεγαλώνω, γίνομαι μεγάλος· ◊ \вытягиватьсяся в струнку στέκομαι προσοχή. -
54 выхаживать
выхаживатьнесов1. (больного) νοσηλεύω, περιποιοδμαι, γιατρεύω·2. (выращивать) περιποιούμαι, διατρέφω, ἀνατρέφω, τρέφω, μεγαλώνω/ φυτοκομῶ (растения). -
55 дорастать
дорастатьнесов, дорасти́ сов μεγαλώνω / φτάνω τήν ἡλικία (о человеке). -
56 нарастать
нараста́||тьнесов1. (на чем-л.) φυτρώνω·2. (увеличиваться) μεγαλώνω (άμετ.), πληθαίνω, αὐξάνομαι / μαζεύομαι (накапливаться):\нарастатьет недовольство μεγαλώνει ἡ δυσαρέσκεια· \нарастатьют проценты μεγαλώνουν οἱ τόκοι. -
57 повзрослеть
повзрослетьсов μεγαλώνω, γίνομαι πιό ἐνήλικος. -
58 повысить
повыситьсов, повышать несов ὑψώνω, ανεβάζω / αὐξάνω, μεγαλώνω (увеличивать):\повысить заработную плату αὐξάνω τους μισθούς, ἀνεβάζω τά ἡμερομίσθια· \повысить цены ὑψώνω τίς τιμές· \повысить жизненный уровень ἀνεβάζω τό βιωτικό ἐπίπεδο· \повысить производительность труда ἀνεβάζω τήν παραγωγικότητα τής δουλειάς· ◊ \повысить голос ὑψώνω τήν φωνή· \повысить по службе προάγω, προβιβάζω. -
59 повыситься
повысить||сяἀνεβαίνω, ὑψοϋμαι / αὐξάνομαι, μεγαλώνω (увеличиваться). -
60 подрастать
подрастатьнесов, подрасти сов μεγαλώνω.
См. также в других словарях:
μεγαλώνω — μεγαλώνω, μεγάλωσα, μεγαλωμένος βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μεγαλώνω — (Μ μεγαλώνω) 1. καθιστώ, κάτι μεγάλο ή μεγαλύτερο από όσο είναι, μεγεθύνω, αυξάνω («θα μεγαλώσω το οικόπεδό μου αγοράζοντας και το διπλανό κτήμα») 2. μτφ. ανατρέφω κάποιον («μεγαλώνει το παιδί της χωρίς την οικονομική υποστήριξη τού συζύγου της») … Dictionary of Greek
μεγαλώνω — μεγάλωσα, μεγαλωμένος 1. μτβ., κάνω κάτι μεγάλο, μεγεθύνω, επεκτείνω: Μεγάλωσα τις επιχειρήσεις μου κάνοντας σωστές επιλογές. 2. (συνεκδοχ.), τρέφω, ανατρέφω: Μεγάλωσε τα παιδιά του με αρχές. 3. αμτβ., αυξάνω, γίνομαι μεγαλύτερος: Τα δέντρα που… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακρομεγαλώνω — 1. μεγαλώνω λίγο, φθάνω μόλις σε κάποια ηλικία 2. φθάνω σε μεγάλη ηλικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (ΙΙ) + μεγαλώνω] … Dictionary of Greek
αποθεριεύω — 1. μεγαλώνω και γίνομαι δυνατός σαν θηρίο 2. (για φυτά ή δέντρα) μεγαλώνω υπερβολικά … Dictionary of Greek
αυξάνω — και αυξαίνω και αξαίνω και αύξω (AM αὐξάνω και αὔξω, Μ και αὐξαίνω και ἀξαίνω) 1. (μτβ.) μεγαλώνω κάτι, το κάνω περισσότερο από όσο ήταν, το πολλαπλασιάζω 2. (αμτβ. με σημ. μέσ.) γίνομαι περισσότερος ή μεγαλύτερος, πληθαίνω, πολλαπλασιάζομαι αρχ … Dictionary of Greek
εκτρέφω — (AM ἐκτρέφω) 1. τρέφω κάποιον από μικρή ηλικία ώσπου να μεγαλώσει, μεγαλώνω, ανατρέφω 2. τρέφω, διατρέφω, συντηρώ νεοελλ. αναπτύσσω από ηθική άποψη αρχ. 1. αυξάνω, μεγαλώνω 2. μέσ. αναλαμβάνω να αναθρέψω 3. (για ζώα) κυοφορώ, γεννώ (τὸ… … Dictionary of Greek
εκτρέχω — (AM ἐκτρέχω) τρέχω έξω, βγαίνω τρέχοντας, εξορμώ, κάνω έξοδο μσν. 1. διατρέχω 2. αναζητώ, επιδιώκω 3. ορμώ, εξορμώ 4. περιέρχομαι αρχ. 1. φεύγω τρέχοντας 2. (για κέρατα) μεγαλώνω, αυξάνομαι 3. (για φυτό) βλαστάνω γρήγορα, μεγαλώνω 4. (για θυμό)… … Dictionary of Greek
εναυξάνω — ἐναυξάνω (Α) προκαλώ αύξηση, αυξάνω, μεγαλώνω («οἱ πόνοι... ἐπιθυμίαν ἀρετής ἐνηύξησαν», Ξεν.) 2. παθ. ἐναυξάνομαι μεγαλώνω, αυξάνομαι, αποκτώ επίδοση σε κάτι … Dictionary of Greek
ηλικιώνομαι — και ηλικιούμαι (AM ἡλικιοῡμαι, όομαι) [ηλικία] 1. μεγαλώνω στα χρόνια, ανδρώνομαι, φθάνω σε ώριμη ηλικία, ωριμάζω 2. ενεργ. ηλικιώ και ηλικιώνω μεγαλώνω, ανατρέφω παιδιά! νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ.) ηλικιωμένος, η, ο α) ο γέροντας, αυτός που… … Dictionary of Greek
μεγάλωμα — το (Α μεγάλωμα) [μεγαλώνω] νεοελλ. 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μεγαλώνω, μεγέθυνση, αύξηση («το μεγάλωμα τού σπιτιού») 2. ανατροφή («μετά τον θάνατο τής μητέρας, η γιαγιά ανέλαβε το μεγάλωμα τών παιδιών») 3. ενηλικίωση 4. μεγαλοποίηση,… … Dictionary of Greek