Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

μαχητικό

  • 1 μαχητικό(ν)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μαχητικό(ν)

  • 2 μαχητικό(ν)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μαχητικό(ν)

  • 3 боевой

    боев||о́й
    прил
    1. πολεμικός, μαχητικός:
    \боевойые деи́ствия οἱ ἐχθροπραξίες, οἱ πολεμικές ἐπιχειρήσεις; \боевойа́я подготовка ἡ στρατιωτική ἐκπαίδευση; \боевойа́я задача ὁ πολεμικός σκοπός, ἡ πολεμική ἀποστολή; \боевойое снаряжение ἡ ἐξάρτηση, ὁ ὁπλισμός; \боевой порядок ἡ παράταξη μάχης; \боевойые заслуги οἱ πολεμικές ὑπηρεσίες; \боевойые отли́чия τά πολεμικά παράσημα; \боевойая тревога ὁ συναγερμός; \боевойое крещение τό βάπτισμα τοῦ πυρός; \боевой товарищ ὁ συμπολεμιστής, ὁ συμμαχητής; быть в \боевой готовности εἶμαι ἐτοιμοπόλεμος;
    2. перен μαχητικός, πολεμικός / φιλοπόλεμος (воинственный):
    \боевой дух τό μαχητικό πνεΰμα.

    Русско-новогреческий словарь > боевой

  • 4 дух

    дух
    м
    1. филос. τό πνεύμα·
    2. (характерные свойства, сущи́ость) τό πνεύμα:
    в марксистском \духе στό πνεόμα τοῦ μαρξισμού, σύμφωνα μέ τό πνεῦμα τοῦ μαρ-ξισμοῦ· в \духе времени στό πνεῦμα τής ἐποχής·
    3. (моральное состояние) τό ήθικό[ν]. τό θάρρος, τό κουράγιο:
    боевой \дух τό μαχητικό ήθικό, τό πολεμικό πνεῦ-μα· сила \духа ἡ ήθική δύναμη· расположение \духа ἡ διάθεση· присутствие \духа ἡ ἐτοιμότητα τοῦ πνεύματος· падать \духом χάνω τό θάρρος μου· не падай \духом! μή χάνεις τό κουράγιο σου!· собраться с \духом ἀποφασίζω, ἀποτολμὤ воспрянуть \духом συνέρχομαι, ξαναπαίρνω θάρρος· поднимать \дух ἀνεβάζω τό ήθικό, ἐμπνέω θάρρος, ἐνθαρρύνω· упавший \духом ἀποθαρρυμένος, μέ πεσμένο τό ἡθι-κό·
    4. (дыхание) разг ἡ (ἀνα)πνοή, ἡ ἀνάσα:
    переводить \дух παίρνω ἀνἀσα, ξεκουράζομαι· у меня \дух захватывает μοῦ κόβεται ἡ ἀνάσα·
    5. (запах) разг ἡ μυρωδιά, ἡ ὀσμή:
    тяжелый \дух ἡ βαρείά ὀσμή, ἡ βαρειά μυρωδιά·
    6. (призрак) τό φάσμα, τό φάντασμα, τό πνεύμα:
    добрый \дух τό ἀγαθό πνεῦμα· злой \дух τό πονηρό πνεύμα· ◊ \дух противоречия τό πνεῦμα τής ἀντιλογίας· единым \духом ἀπνευστί, μονοκοπανιά· во весь \дух ὁλοταχώς· испустить \дух ξεψυχώ, ἐκπνέω· быть в \духе εἶμαι στά κέφια μου· быть не в \духе δέν ἔχω κέφια, δέν εἶμαι στά κέφια μου· в этом \духе σ' αὐτό τό πνεύμα· у него хватило \духа βρήκε τό θάρρος νά...· не хватило \духу δέν είχε τό κουράγιο, δέν τόλμησε· ни слуху ни \духу ὁὔτε φωνή ὁϋτε ἀκρόαση.

    Русско-новогреческий словарь > дух

  • 5 ηθικό(ν)

    τό
    1) (моральный) дух; настроение; моральное состояние; бодрость;

    μαχητικό ηθικό(ν) — боевой дух;

    ακμαίο ( — или εξυψωμένο) ηθικό(ν) — высокий моральный дух;

    συντρίβω το ηθικό(ν)сло-

    мить моральный дух;

    ανακτά το ηθικό(ν) μου — воспрянуть духом;

    διατηρώ το ηθικό(ν) μου — сохранять бодрость духа;

    χάνω το ηθικό(ν) μου — терять присутствие духа, падать духом;

    με πεσμένο το ηθικό(ν) — упавший духом;

    2) нравственность;

    άνθρωπος άμεμπτου ηθικού — человек высокой нравственности

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ηθικό(ν)

  • 6 ηθικό(ν)

    τό
    1) (моральный) дух; настроение; моральное состояние; бодрость;

    μαχητικό ηθικό(ν) — боевой дух;

    ακμαίο ( — или εξυψωμένο) ηθικό(ν) — высокий моральный дух;

    συντρίβω το ηθικό(ν)сло-

    мить моральный дух;

    ανακτά το ηθικό(ν) μου — воспрянуть духом;

    διατηρώ το ηθικό(ν) μου — сохранять бодрость духа;

    χάνω το ηθικό(ν) μου — терять присутствие духа, падать духом;

    με πεσμένο το ηθικό(ν) — упавший духом;

    2) нравственность;

    άνθρωπος άμεμπτου ηθικού — человек высокой нравственности

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ηθικό(ν)

  • 7 πνεύμα

    τό
    1) е разя. знач дух;

    μαχητικό ( — или πολεμικό) πνεύμα — боевой дух;

    ||γιον πνεύμα рел — святой дух;

    τό αγαθό πνεύμα — добрый дух;

    πονηρόν πνεύμα — злой дух, лукавый, чёрт;

    τα κακά πνεύματα злые духи;
    ετοιμάτης τού πνεύματος присутствие духа;

    έξαψις πνεύμάτων — брожение умов;

    τό πνεύμα τού νόμου — дух закона;

    τό πνεύμα της διαταγής — сущность приказа;

    στο πνεύμα τού μαρξισμού — в марксистском духе;

    σύμφωνα με το πνεύμα της επο-

    χής в духе времени;

    με πνεύμα αμοιβαίας κατανόησης — в духе взаимопонимания;

    εν πνεύματι αμοιβαίας εμπιστοσύνης в обстановке взаимного доверия;
    2) ум; интеллект; остроумие;

    πνεύμα ανήσυχο — беспокойный дух или ум;

    τα μεγάλα πνεύματα великие умы;

    πνεύμα εφευρετικό — изобретательный ум;

    έχω επιχειρηματικό πνεύμα — быть предприимчивым;

    έχει πολύ πνεύμα — он очень остроумен, находчив;

    κάνω πνεύμα — острить;

    3) грам, знак придыхания;
    4) хим. спирт, алкоголь; § πτωχός τω πνεύματι рел, перен. нищий духом;

    παρέδωκε το πνεύμα — он испустил дух, отдал богу душу; — умер, скончался;

    τό μεν πνεύμα πρόθυμον η δε σαρξ ασθενής — сильный духом, но немощный телом

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πνεύμα

  • 8 боевой

    επ.
    1. μαχητικός, πολεμικός, στρατιωτικός•

    -ая готовность στρατιωτική ετοιμότητα•

    -ое задание στρατιωτική αποστολή•

    -опыт η πολεμική πείρα•

    -ая тревога πολεμικός συναγερμός•

    боевой порядок войск η μαχητική διάταξη των στρατευμάτων•

    -ая подготовка войск στρατιωτική (μαχητική) προετοιμασία των στρατευμάτων•

    -ая единица μονάδα μάχης(η ομάδα)•

    боевой конь μαχητικό άλογο•

    боевой патрон το φυσίγγι•

    -ые припасы τα πολεμοφόδια•

    -ая задача αποστολή μάχης•

    -ая заслуга πολεμική εξαιρετική υπηρεσία•

    боевой товарищ συμμαχητής, συμπολεμιστής•

    -ая мощь στρατιωτική ισχύς•

    -ые действия πολεμικές επιχειρήσεις.

    2. πολεμικός, φιλοπόλεμος, αρειμάνιος•

    боевой дух πολεμικό πνεύμα.

    3. αγωνιστικός.

    Большой русско-греческий словарь > боевой

  • 9 дух

    -а (-у) α.
    1. νους, διάνοια, νόηση, πνεύμα•

    в здоровом теле здоровый дух γερό μυαλό σε γερό κορμί•

    в том же -е στο ίδιο πνεύμα•

    в этом -е σ'αυτό το πνεύμα.

    (φιλοσ.) το Πνεύμα•

    абсолютный дух το απόλυτο Πνεύμα.

    || (θρησκ.) ψυχή.
    2. ηθικό•

    боевой дух μαχητικό πνεύμα•

    моральный дух το ηθικό•

    дух войска το ηθικό του στρατεύματος, του στρατού•

    сила -а ηθική δύναμη•

    подъм -а ανέβασμα (άνοδος) ηθικού•

    упадок -а πτώση ηθικού.

    || θάρρος•

    поднять дух ενθαρρύνω, εμψυχώνω•

    не хватает -а δεν έχει το απαιτούμενο θάρρος.

    3. νόημα, ουσία•

    это противоречит -у закона αυτό είναι! αντίθετο προς το πνεύμα του νόμου•

    дух времени το πνεύμα των καιρών.

    4. άυλη υπόσταση•

    добрый дух το αγαθό πνεύμα•

    злой ή нечистый дух το κακό ή πονηρό πνεύμα (οι δαίμονες).

    5. αναπνοή•

    дух захватывает (ή занимает, замирает) μου πιάνεται η αναπνοή•

    затаить -κρατώ την ανάσα•

    дайте перевести дух αφήστε με να πάρω αναπνοή,- ν' ανασάνω.

    6. παλ. αέρας.
    7. μυρουδιά.
    8. (με σημ. κατηγ.) -ом γρήγορα, τάχιστα•

    скакать во весь дух καλπάζω στα τέσσερα•

    он -ом ЭТО сделает αυτός θα το φτιάσει στο πι και στο φι.

    || με μια ανάσα, χωρίς διακοπή, μονοκοπανιά•

    он одним -ом выпил большой бокал αυτός έπιε ένα μεγάλο ποτήρι μονοκοπανιά.

    εκφρ.
    святой – Αγιο Πνεύμα•
    святым -ом (узнатьκ.τ.τ.) άγνωστο από που το ξέρω•
    быть в -е – είμαι σε ευθυμία•
    быть не в -е – είμαι σε δυσθυμία, έχω κακοκεφιά•
    во весь дух ή что есть -у ( бежать, мчатьсяκ.τ.τ.) ολοταχώς•
    быть на -у – εξομολογούμαι στον πνευματικό•
    как на -у – ειλικρινά, χωρίς να κρύψω τίποτε (σαν στον πνευματικό)•
    покаяться на -у – μεταμελούμαι στον πνευματικό•
    расположение ή состояние -а – ψυχική διάθεση•
    ни слуху ни -у – ούτε φωνή ούτε ακρόαση, μήτε φανιά μήτε λαλιά (κανένα σημείο ζωής)•
    чтобы -у не было – να μη μείνει ούτε ψυχή•
    дух противоречия – πνεύμα αντιλογίας.

    Большой русско-греческий словарь > дух

См. также в других словарях:

  • Μαυρίκιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μαρτύρησε μαζί με εβδομήντα στρατιώτες επί Μαξιμιανού στην Απαμεία. Η μνήμη του τιμάται στις 27 Δεκεμβρίου. 2. Ένας από 45 μάρτυρες που μαρτύρησαν στη Νικόπολη της Αρμενίας επί Λικινίου (307 323). Η …   Dictionary of Greek

  • μαχητικός — ή, ό (Α μαχητικός, ή, όν) [μαχητής] 1. κατάλληλος για μάχη, πολεμικός (α. «δέδωκε γὰρ ἡ φύσις τοῑς μὲν ὄνυχας, τοῑς δὲ ὀδόντας μαχητικούς», Αριστοτ. β. «ο στρατός δεν ήταν εφοδιασμένος με μαχητικά αεροπλάνα») 2. αυτός που έχει κλίση για μάχη ή… …   Dictionary of Greek

  • γυναίκα — Ο άνθρωπος θηλυκού γένους. Με τον όρο γ. υποδηλώνεται επίσης η ώριμη για γάμο νέα. Στο ελληνικό Σύνταγμα του 1975 υπάρχει διάταξη (άρ. 4, παρ. 2) σύμφωνα με την οποία «οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις». Με τη… …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • λεβεντιά — η [λεβέντης] 1. η ιδιότητα τού λεβέντη, το ευσταλές και αρρενωπό σώμα, συνήθως σε συνδυασμό με το ήθος 2. ανδρεία, γενναιοψυχία, παλικαριά 3. το σύνολο τών λεβέντηδων («ήταν στο πανηγύρι όλη η λεβεντιά τού χωριού») 4. άτομο γενναίο, μαχητικό και… …   Dictionary of Greek

  • μάχιμος — η, ο (ΑM μάχιμος, ον και μάχιμος, η, ον) 1. ικανός, επιτήδειος για μάχη, πολεμικός, αξιόμαχος («αἱ μάχιμοι μυριάδες», Ηρόδ.) 2. πολίτης ικανός για πόλεμο, οπλίτης, στρατιώτης νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει σε στρατιωτικό σώμα ή σε στρατιωτική δύναμη …   Dictionary of Greek

  • πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… …   Dictionary of Greek

  • στοιχείο — Χρησιμοποιείται συνηθέστερα στον πληθυντικό: στοιχειά. Όντα της νεοελληνικής λαϊκής μυθολογίας. Σύμφωνα με τις παλιότερες λαϊκές παραδόσεις, σ. έχουν τα σπίτια, οι σπηλιές, τα χωράφια, τα πηγάδια. Συνήθως βγαίνουν τη νύχτα, με διάφορες μορφές: ως …   Dictionary of Greek

  • Ακρόπολις — Τίτλος αθηναϊκών εφημερίδων. 1. Ημερήσια πολιτική και ειδησεογραφική εφημερίδα. Εκδόθηκε το 1883 από τον Βλάση Γαβριηλίδη. Η έκδοση της εφημερίδας αυτής, με το φιλελεύθερο, προοδευτικό και μαχητικό πνεύμα που τη διέκρινε, σημείωσε σταθμό στην… …   Dictionary of Greek

  • Αλαμπέρ, Ζαν Λε Ρον Ντ΄- — (Jean Le Rond d’ Alembert, Παρίσι 1717 – 1783). Γάλλος μαθηματικός, φυσικός και φιλόσοφος. Νόθος γιος του στρατηγού Ντεστούς και της Μαντάμ ντε Τανσέν, εγκαταλείφθηκε αμέσως μετά τη γέννησή του στα σκαλοπάτια της εκκλησίας Σεν Ζαν Λε Ρον (από… …   Dictionary of Greek

  • Αναγέννησις — Τίτλος εφημερίδων και περιοδικών. 1. Εβδομαδιαία έκδοση «εθνικού και δημοκρατικού προσανατολισμού» που κυκλοφορούσε στο Αργοστόλι της Κεφαλονιάς από το 1849 έως το 1859, με εκδότη τον Ιωσήφ Μομφερράτο. Από τις σελίδες της ασκήθηκε έντονη πολεμική …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»