-
1 ηθικό(ν)
τό1) (моральный) дух; настроение; моральное состояние; бодрость;μαχητικό ηθικό(ν) — боевой дух;
ακμαίο ( — или εξυψωμένο) ηθικό(ν) — высокий моральный дух;
συντρίβω το ηθικό(ν) — сло-
мить моральный дух;ανακτά το ηθικό(ν) μου — воспрянуть духом;
διατηρώ το ηθικό(ν) μου — сохранять бодрость духа;
χάνω το ηθικό(ν) μου — терять присутствие духа, падать духом;
με πεσμένο το ηθικό(ν) — упавший духом;
2) нравственность;άνθρωπος άμεμπτου ηθικού — человек высокой нравственности
-
2 ηθικό(ν)
τό1) (моральный) дух; настроение; моральное состояние; бодрость;μαχητικό ηθικό(ν) — боевой дух;
ακμαίο ( — или εξυψωμένο) ηθικό(ν) — высокий моральный дух;
συντρίβω το ηθικό(ν) — сло-
мить моральный дух;ανακτά το ηθικό(ν) μου — воспрянуть духом;
διατηρώ το ηθικό(ν) μου — сохранять бодрость духа;
χάνω το ηθικό(ν) μου — терять присутствие духа, падать духом;
με πεσμένο το ηθικό(ν) — упавший духом;
2) нравственность;άνθρωπος άμεμπτου ηθικού — человек высокой нравственности
-
3 ηθικό
ηθικό τοморальный дух, настроение, моральное состояние, бодрость:ακμαίο ηθικό — высокий моральный дух,
ανακτώ το ηθικό μου — воспрянуть духом,
διατηρώ το ηθικό μου — сохранять бодрость духа,
См. также в других словарях:
προνύμφη — Γενική ονομασία της νεανικής μορφής που έχουν μερικά ασπόνδυλα και σπονδυλωτά ζώα όταν βγαίνουναπό το αβγό. Η π. χαρακτηρίζεται από την όψη και το είδος της ζωής περισσότερο ή λιγότερο διαφορετικά από το ακμαίο άτομο· εκτός από τις εξαιρετικές… … Dictionary of Greek
εννέωρος — (I) ἐννέωρος, ον (Α) (επικ. επίθ.) 1. αυτός που έχει ηλικία εννέα ετών 2. αυτός που διαρκεί εννέα έτη 3. αυτός που γίνεται κάθε ένατο έτος (ο στιχ. Ομ. Οδ. τ. 179 «Μίνως ἐννέωρος βασίλευε Διὸς μεγάλου ὀαριστής» κατά τον Πλάτ. σημαίνει: ο Μίνως… … Dictionary of Greek
ηθικός — ή, ό (AM ἠθικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ήθος ή στην ηθική, κατ αντίθεση προς το ανήθικος και σε αντιδιαστολή προς το διανοητικός 2. αυτός που επιδρά στο ήθος ή στα ήθη («ηθική διδασκαλία») νεοελλ. 1. αυτός που είναι σύμφωνος… … Dictionary of Greek
θεριακώνω — [θεριακός] 1. (ιδίως για φυτά) γίνομαι υπερφυσικά μεγάλος, γίνομαι γιγάντιος («θεριάκωσε ο λόγγος») 2. γίνομαι άγριος και ορμητικός («θεριάκωσε η ξεροποταμιά κι όλα τά συνεπαίρνει») 3. αποκτώ ισχυρά οικονομικά ή πολιτικά μέσα 4. (για επιχειρήσεις … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
μάλαγα — (Malaga). Πόλη (531.565 κάτ. το 2000) της νότιας Ισπανίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (7.306 τ. χλμ., 1.287.017 κάτ. το 2001), στην αυτόνομη περιοχή της Ανδαλουσίας. Χτισμένη στις ακτές της Μεσογείου, διαρρέεται από Β προς Ν από τον ποταμό… … Dictionary of Greek
μαρκιανός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Συρακουσών. Καταγόταν από την Ανατολή και ήταν μαθητής του Απόστολου Πέτρου. Δολοφονήθηκε από Ιουδαίους των Συρακουσών. Η μνήμη του τιμάται στις 30 Οκτωβρίου. 2. Μ. και Μαρτύριος οι… … Dictionary of Greek
μηλολόνθη — (melolontha melolontha). Έντομο της οικογένειας των Σκαραβαιιδών, της τάξης των κολεοπτέρων. Έχει μήκος 3 περίπου εκ., χρώμα κοκκινωπό καστανό στα ανώτερα μέρη και μαυριδερό στα κατώτερα· στα πλευρά κάθε κοιλιακού τμήματος υπάρχει μια τριγωνική,… … Dictionary of Greek
μύγα — (musca domestica). Έντομο της οικογένειας των μιιδών, της τάξης των διπτέρων. Το κεφάλι φέρει μεγάλους σύνθετους οφθαλμούς, κεραίες κοντές και στοματικά όργανα μυζητικού τύπου, που αποτελούνται κυρίως από το κάτω χείλος, επίμηκες σαν προβοσκίδα,… … Dictionary of Greek
νεοσσός — ο (ΑΜ νεοσσός και νοσσός, Α αττ. τ. νεοττός) 1. (γενικά) μικρό πουλί που μόλις βγήκε από το αβγό του («ἐὰν δὲ μὴ εὑρίσκῃ ἡ χεὶρ αὐτοῡ... δύο νεοσσοὺς περιστερῶν», ΠΔ) 2. άνθρωπος ή ζώο που μόλις γεννήθηκε, νεογνό ζώου ή ανθρώπου νεοελλ. (ειδικά)… … Dictionary of Greek
νύμφη — Τελευταίο νεανικό στάδιο, πριν από το στάδιο του ακμαίου, στα έντομα που υφίστανται μεταμορφώσεις. Στα έντομα που η μεταμόρφωση είναι ατελής (ετερομετάβολα, όπως π.χ. τα ορθόπτερα) η ν. διάγει δραστήρια ζωή και διαφέρει από τα προηγούμενα νεανικά … Dictionary of Greek