-
1 μαχητικό(ν)
το см. μαχητικότητα -
2 μαχητικό(ν)
το см. μαχητικότητα -
3 ηθικό(ν)
τό1) (моральный) дух; настроение; моральное состояние; бодрость;μαχητικό ηθικό(ν) — боевой дух;
ακμαίο ( — или εξυψωμένο) ηθικό(ν) — высокий моральный дух;
συντρίβω το ηθικό(ν) — сло-
мить моральный дух;ανακτά το ηθικό(ν) μου — воспрянуть духом;
διατηρώ το ηθικό(ν) μου — сохранять бодрость духа;
χάνω το ηθικό(ν) μου — терять присутствие духа, падать духом;
με πεσμένο το ηθικό(ν) — упавший духом;
2) нравственность;άνθρωπος άμεμπτου ηθικού — человек высокой нравственности
-
4 ηθικό(ν)
τό1) (моральный) дух; настроение; моральное состояние; бодрость;μαχητικό ηθικό(ν) — боевой дух;
ακμαίο ( — или εξυψωμένο) ηθικό(ν) — высокий моральный дух;
συντρίβω το ηθικό(ν) — сло-
мить моральный дух;ανακτά το ηθικό(ν) μου — воспрянуть духом;
διατηρώ το ηθικό(ν) μου — сохранять бодрость духа;
χάνω το ηθικό(ν) μου — терять присутствие духа, падать духом;
με πεσμένο το ηθικό(ν) — упавший духом;
2) нравственность;άνθρωπος άμεμπτου ηθικού — человек высокой нравственности
-
5 πνεύμα
τό1) е разя. знач дух;μαχητικό ( — или πολεμικό) πνεύμα — боевой дух;
||γιον πνεύμα рел — святой дух;
τό αγαθό πνεύμα — добрый дух;
πονηρόν πνεύμα — злой дух, лукавый, чёрт;
τα κακά πνεύματα злые духи;ετοιμάτης τού πνεύματος присутствие духа;έξαψις πνεύμάτων — брожение умов;
τό πνεύμα τού νόμου — дух закона;
τό πνεύμα της διαταγής — сущность приказа;
στο πνεύμα τού μαρξισμού — в марксистском духе;
σύμφωνα με το πνεύμα της επο-
χής в духе времени;με πνεύμα αμοιβαίας κατανόησης — в духе взаимопонимания;
εν πνεύματι αμοιβαίας εμπιστοσύνης в обстановке взаимного доверия;2) ум; интеллект; остроумие;τα μεγάλα πνεύματα великие умы;πνεύμα εφευρετικό — изобретательный ум;
έχω επιχειρηματικό πνεύμα — быть предприимчивым;
έχει πολύ πνεύμα — он очень остроумен, находчив;
κάνω πνεύμα — острить;
3) грам, знак придыхания;4) хим. спирт, алкоголь; § πτωχός τω πνεύματι рел, перен. нищий духом;παρέδωκε το πνεύμα — он испустил дух, отдал богу душу; — умер, скончался;
τό μεν πνεύμα πρόθυμον η δε σαρξ ασθενής — сильный духом, но немощный телом
См. также в других словарях:
Μαυρίκιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μαρτύρησε μαζί με εβδομήντα στρατιώτες επί Μαξιμιανού στην Απαμεία. Η μνήμη του τιμάται στις 27 Δεκεμβρίου. 2. Ένας από 45 μάρτυρες που μαρτύρησαν στη Νικόπολη της Αρμενίας επί Λικινίου (307 323). Η … Dictionary of Greek
μαχητικός — ή, ό (Α μαχητικός, ή, όν) [μαχητής] 1. κατάλληλος για μάχη, πολεμικός (α. «δέδωκε γὰρ ἡ φύσις τοῑς μὲν ὄνυχας, τοῑς δὲ ὀδόντας μαχητικούς», Αριστοτ. β. «ο στρατός δεν ήταν εφοδιασμένος με μαχητικά αεροπλάνα») 2. αυτός που έχει κλίση για μάχη ή… … Dictionary of Greek
γυναίκα — Ο άνθρωπος θηλυκού γένους. Με τον όρο γ. υποδηλώνεται επίσης η ώριμη για γάμο νέα. Στο ελληνικό Σύνταγμα του 1975 υπάρχει διάταξη (άρ. 4, παρ. 2) σύμφωνα με την οποία «οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις». Με τη… … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
λεβεντιά — η [λεβέντης] 1. η ιδιότητα τού λεβέντη, το ευσταλές και αρρενωπό σώμα, συνήθως σε συνδυασμό με το ήθος 2. ανδρεία, γενναιοψυχία, παλικαριά 3. το σύνολο τών λεβέντηδων («ήταν στο πανηγύρι όλη η λεβεντιά τού χωριού») 4. άτομο γενναίο, μαχητικό και… … Dictionary of Greek
μάχιμος — η, ο (ΑM μάχιμος, ον και μάχιμος, η, ον) 1. ικανός, επιτήδειος για μάχη, πολεμικός, αξιόμαχος («αἱ μάχιμοι μυριάδες», Ηρόδ.) 2. πολίτης ικανός για πόλεμο, οπλίτης, στρατιώτης νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει σε στρατιωτικό σώμα ή σε στρατιωτική δύναμη … Dictionary of Greek
πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… … Dictionary of Greek
στοιχείο — Χρησιμοποιείται συνηθέστερα στον πληθυντικό: στοιχειά. Όντα της νεοελληνικής λαϊκής μυθολογίας. Σύμφωνα με τις παλιότερες λαϊκές παραδόσεις, σ. έχουν τα σπίτια, οι σπηλιές, τα χωράφια, τα πηγάδια. Συνήθως βγαίνουν τη νύχτα, με διάφορες μορφές: ως … Dictionary of Greek
Ακρόπολις — Τίτλος αθηναϊκών εφημερίδων. 1. Ημερήσια πολιτική και ειδησεογραφική εφημερίδα. Εκδόθηκε το 1883 από τον Βλάση Γαβριηλίδη. Η έκδοση της εφημερίδας αυτής, με το φιλελεύθερο, προοδευτικό και μαχητικό πνεύμα που τη διέκρινε, σημείωσε σταθμό στην… … Dictionary of Greek
Αλαμπέρ, Ζαν Λε Ρον Ντ΄- — (Jean Le Rond d’ Alembert, Παρίσι 1717 – 1783). Γάλλος μαθηματικός, φυσικός και φιλόσοφος. Νόθος γιος του στρατηγού Ντεστούς και της Μαντάμ ντε Τανσέν, εγκαταλείφθηκε αμέσως μετά τη γέννησή του στα σκαλοπάτια της εκκλησίας Σεν Ζαν Λε Ρον (από… … Dictionary of Greek
Αναγέννησις — Τίτλος εφημερίδων και περιοδικών. 1. Εβδομαδιαία έκδοση «εθνικού και δημοκρατικού προσανατολισμού» που κυκλοφορούσε στο Αργοστόλι της Κεφαλονιάς από το 1849 έως το 1859, με εκδότη τον Ιωσήφ Μομφερράτο. Από τις σελίδες της ασκήθηκε έντονη πολεμική … Dictionary of Greek