-
1 πέτρωμα
πέτρωμα, τό (Versteinerung), Steinigung oder Herabstürzung vom Felsen, ϑανεῖν λευσίμῳ πετρώ-ματι, Eur. Or. 50. 442, vgl. Herm. Ion 1251.
-
2 λούω
λούω, alt λοέω, von dem sich bei Hom. noch der aor. λοέσσαι, λοέσσας findet, wie med. λοέσσατο, λοεσσάμενος, u. fut. λοέσσομαι, perf. λέλουμαι, λελουμένος, Il. 5, 6, wie Ar. Lys. 1066. –.Das praes. med. att. syncopirt λοῦμαι, λούμενος, Ar. Plut. 658; aber λουόμενος Xen. Mem. 3, 13, 3 Hell. 7, 2, 22 Aesch. ep. 10, 5; λούεσϑαι, Lys. 1, 9; λοῦσϑαι, schon Od. 6, 216 u. Ar. Nubb. 1027; vgl. Lob. zu Phryn. 189; auch im act. ἔλου, ἐλοῦμεν, für ἔλουε u. ἐλούομεν, z. B. Ar. Plut. 657 Vesp. 118. Die Form λόε, Od. 10, 361, u. λόον, H. h. Apoll. 120, sind als aor. II. zu betrachten, u. eben so scheint Hes. O. 751 λοέσϑαι als aor. med. zu betonen. Im Scol. 22 bei Ath. XV, 695 e steht λόει, als praes. richtiger λοεῖ zu accent.; aor. pass. λουσϑείς, Lycophr. 446; Wurzel ΛΥ – ΛΟF; – baden, waschen; bei Hom. gew. von Menschen, δμωαὶ λοῦσαν καὶ χρῖσαν ἐλαίῳ, Od. 4, 49, λοῦσ' ἐν ποταμῷ, 7, 296, λοῦσϑαι ποταμοῖο ῥοῇσιν, 6, 216, εἰωϑὼς λούεσϑαι ἐϋῤῥεῖος ποταμοῖο, Il. 6, 508, wie λοεσσάμενος ποταμοῖο, 21, 560, sich im Flusse baden; λελουμένος Ὠκεανοῖο, 5, 6; ἐς ἀσαμίνϑους βάντες ἐϋξέστας λούσαντο, Od. 4, 48; u. mit einem accus., λοέσσασϑαι χρόα, sich den Leib waschen, Hes. O. 524 Th. 5; einmal von den Mähnen der Pferde, Il. 23, 282; vom Waschen der Kleider aber wird πλύνω gesagt (vgl. auch νίζω); – τίς ἄν σφε λούσειεν; Aesch. Spt. 721; αὐτόχειρ ὑμᾶς ἐγὼ ἔλουσα κἀκόσμησα Soph. Ant. 892; ἔλουσα νεκρόν Eur. Troad. 1152; ἀπὸ κρήνης λούεσϑαι, Her. 3, 23; γυμνάζεσϑαι καὶ λοῦσϑαι, Plat. Legg. XII, 942 b; ἐν βαλανείῳ λελουμένος, Rep. VI, 495 e; Xen. u. Folgde. Nach der gew. Vrbdg ἐς βαλανεῖον ἦλϑε λουσόμενος, Ar. Nubb. 837, sagen Sp. λούεσϑαι εἰς λουτρῶνας, Ath. X, 438 e; λούεσϑαι ἐν πηλῷ, vom Schweine, Arist. H. A. 8, 6. – Uebertr., αἵ. ματι, sich im Blute baden, sp. D., φάσγανον αἵματος ὄμβρῳ Tryphiod. 20; vgl. Nonn. D. 15, 350. 32, 238; λελουμένος τῷ φόνῳ Luc. D. Heretr. 13, 3.
-
3 ῥαίνω
ῥαίνω, aor. ἔῤῥᾱνα (s. Jac. A. P. p. 761), perf. pass. ἔῤῥασμαι Schol. Il. 12, 431, ἔῤῥανται Aesch. Pers. 563, ἐῤῥαμένα Pers. bei Ath. IV, 140 f; Hom. hat noch einen unregelmäßigen imper. aor. ῥάσσατε, sprenget, Od. 20, 150, u. vom perf. pass. αἵματι δ' ἐῤῥάδαται τοῖχοι 20, 354, u. plusqpf. αἵ. ματι φωτῶν ἐῤῥάδατο Il. 12, 431, zu welcher Form man unnöthiger Weise ein praes. ῥάζω angenommen hat (s. Buttm. Ausführl. gr. Gramm. I p. 458. II p. 225); – sprengen, spritzen, besprengen, eigtl. mit Wasser od. sonst einer Feuchtigkeit, aber auch von trocknen Dingen, bestreuen, ἵπποι ῥαίνοντο κονίῃ, 11, 282; ἔῤῥανται ἀκτὰς ἀμφὶ Κυχρείας, Aesch. Pers. 563; κλίμακας φόνῳ, Eur. Rhes. 73; ἧς αἵματι βωμὸν ῥαίνετ' ἄρδην τῆς ϑεοῠ, I. A. 1589; ἔχοντες ὀξίδας ῥαίνοιεν ἐς τὰ βλέφαρα τῶν ἐναντίων, Ar. Ran. 1437; φόνῳ πεδίον, Pind. I. 7, 50, der auch übertr. sagt ἀρετὰ δρόσῳ ῥανϑεῖσα, P. 5, 94, wie τινὰ ὕμνῳ, νῆσον εὐλογίαις, 8, 57 I. 5, 21; in späterer Prosa: ῥαίνειν μύροις, Pol. 31, 3, 17; τὴν πλάτειαν, 6, 33, 4; αἵματι ῥαινομένους ὁρῶντες, Luc. Gymn. 11; ῥαίνειν αὐτοῖς ἀπείρηται τῷ νόμῳ, Ath. VI, 225, todte Fische zu besprengen, um sie frischen ähnlich zu machen, ist ihnen verboten; ῥᾶνον δόμους, Anaxandr. bei Ath. II, 48 a; ὁδούς, S. Emp. adv. log. 2, 193; – πυροὺς ῥαίνειν, Weizen ausstreuen, Opp. Hal. 2, 100.
-
4 αβγό
I.τοEi nII.το μάτιSpiegelei n -
5 λούω
λούω, baden, waschen; gew. von Menschen; λοεσσάμενος ποταμοῖο, sich im Flusse baden; mit einem accus., λοέσσασϑαι χρόα, sich den Leib waschen; einmal von den Mähnen der Pferde; vom Waschen der Kleider aber wird πλύνω gesagt; λούεσϑαι ἐν πηλῷ, vom Schweine. Übertr., αἵ. ματι, sich im Blute baden
См. также в других словарях:
μάτι — Το αισθητήριο όργανο της όρασης, με το οποίο γίνεται αντιληπτό το φως, το σχήμα και το χρώμα των φωτιζόμενων αντικειμένων. Ο άνθρωπος φέρει δύο οφθαλμικούς βολβούς, οι οποίοι καταλαμβάνουν τις οφθαλμικές κόγχες. Έχουν χαρακτηριστικό σφαιροειδές… … Dictionary of Greek
μάτι — το 1. ο οφθαλμός, το όργανο της όρασης: Είχε μεγάλα μαύρα μάτια. 2. η όραση: Έχει αδύναμο μάτι. 3. βασκανία, μάτιασμα: Τον πιάνει εύκολα το μάτι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ματιάζω — [μάτι] 1. ρίχνω το βλέμμα μου ή τη ματιά μου πάνω σε κάποιο αντικείμενο ή πρόσωπο 2. βασκαίνω κάποιον ή κάτι με το βλέμμα μου ή με τον υπερβολικό θαυμασμό μου («δεν έχω μάτι που ματιάζει») 3. σκοπεύω, σημαδεύω («τό μάτιασα και με την πρώτη τό… … Dictionary of Greek
όπωπα — ὄπωπα (Α) παρακμ. β τού ορώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο μέλλ. τού ρήματος ὁρῶ, άω*, ὄψομαι, όπως και ο παθ. αόρ. ὤφθην, ο παθ. παρακμ. β ὦμμαι και ο ενεργ. παρακμ. β ὄπωπα (με αττικό αναδιπλασιασμό, πρβλ. ὄλωλα), ανάγονται σε ΙΕ ρίζα *okw (< *ә3ekw ) «βλέπω»… … Dictionary of Greek
Dimitri Kitsikis — (Δημήτρης Κιτσίκης) (2 juin 1935 à Athènes ) est un historien turcologue de géopolitique et professeur de relations internationales à l université d’Ottawa (Canada), depuis 1970. Il est membre de l Académie canadienne (Société Royale du Canada)… … Wikipédia en Français
φωτομετρία — Κλάδος της οπτικής, που έχει ως αντικείμενο τη μέτρηση της ποσότητας φωτεινής ενέργειας που εκπέμπει μια πηγή ή δέχεται μια επιφάνεια. Στις φωτομετρικές μετρήσεις, οι οποίες εκτελούνται με οπτική σύγκριση της φωτεινότητας από διαφορετικές πηγές,… … Dictionary of Greek
Dimitri Kitsikis — (Greek: Δημήτρης Κιτσίκης) (born 2 June 1935 in Athens, Greece) is a Greek Turkologist, Professor of International Relations and Geopolitics. He has also published poetry in French and Greek. Contents … Wikipedia
αστέρες — Ουράνια σώματα, που γίνονται ορατά από το φως που εκπέμπουν. Οι α., αντίθετα με τους πλανήτες που γίνονται ορατοί από το φως που ανακλούν, λέγονται και απλανείς, επειδή φαινομενικά μένουν ακίνητοι στον ουράνιο θόλο. Εξαιτίας της τεράστιας… … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
μεγέθυνση — Η ιδιότητα ενός οπτικού συστήματος να σχηματίζει εικόνες είδωλα διάφορων αντικειμένων, σε μεγαλύτερο μέγεθος από αυτές που γίνονται αντιληπτές με γυμνό μάτι. Η γωνιακή μ. ενός οπτικού συστήματος προκύπτει από τον λόγο της γωνίας υπό την οποία… … Dictionary of Greek
ομμάτιο(ν) — το (Α ὀμμάτιον) μικρό μάτι, ματάκι νεοελλ. 1. οφθαλμός, μάτι 2. ναυτ. μικρός δακτύλιος από δετηρία στα άκρα τών ιστίων για την πρόσδεσή τους. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού ὄμμα: ὀμμάτ ιον (> ὀμμάτιν > ὀμμάτι > μάτι*. Ας σημειωθεί ότι τα σύνθ. τού … Dictionary of Greek