-
1 ματία
ματίᾱ, ματίαvain attempt: fem nom /voc /acc dualματίᾱ, ματίαvain attempt: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
2 ματια
-
3 ματία
ματία, ἡ, vergebliches, erfolgloses Bemühen, ἡμετέρῃ ματίῃ, Od 10, 79, nach Nitzsch unkräftige Langsamkeit, nach den Schol. ἁμαρτία, Thorheit, wie es bei Ap. Rh. 1, 805. 4, 367 Unbesonnenheit, Leichtsinn ist.
-
4 ματία
2 folly, error, A.R.1.805, 4.367. -
5 ματία
-
6 ματιά
η взгляд, взор;ρίχνω μιά ματιά — взглянуть, бросить взгляд;
από ( — или με) την πρώτη ματιά — с первого взгляда;
γρήγορη ματιά — беглый взгляд
-
7 μάτια
μάτιονtrifle: neut nom /voc /acc pl -
8 ματιά
[матья] ουσ. Θ. взгляд,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ματιά
-
9 ματιά
[матья] ουσ θ взгляд. -
10 ματιά
el cop d'ull -
11 ματιά
bakış, göz, nazar -
12 ματιά
regard -
13 ματιά
spojrzenie (n) rzecz. -
14 ματιά
pohled -
15 ματιά
glanceΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ματιά
-
16 Μάτια που δε βλέπονται, γρήγορα λησμονιούνται
Глаза, которые не видишь, быстро забываются• С глаз долой, из сердца вонИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012——————– Μακριά απ' το μάτι, μακριά απ' την καρδιά• С глаз долой – из сердца вонИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Μάτια που δε βλέπονται, γρήγορα λησμονιούνται
-
17 Άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας
Άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας ( της πέρδικας)• Федот, да не тот• То же, да не тоИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008——————Άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας ( της πέρδικας)Одно дело глаза у зайца, совсем другое у совы• Федот, да не тотИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας
-
18 Άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της πέρδικας
Άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας ( της πέρδικας)• Федот, да не тот• То же, да не тоИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008——————Άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας ( της πέρδικας)Одно дело глаза у зайца, совсем другое у совы• Федот, да не тотИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της πέρδικας
-
19 αὐτο-ματία
αὐτο-ματία, ἡ, die Glücks- od. Zufallsgöttin, Fortuna. Plut. Timol. 36.
-
20 σταλα(γ)ματιά
η1) капля; 2) щель, дыра (в крыше);§ ίπεσε η σταλα(γ)ματιά του — трагически оборвалась его жизнь;
-----ως και το μάρμαρο τρυπά погов, и капля камень долбит
См. также в других словарях:
ματία — ματίᾱ , ματία vain attempt fem nom/voc/acc dual ματίᾱ , ματία vain attempt fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ματία — ματία, ιων. τ. ματίη, ἡ (Α) 1. μάταιη, ανώφελη, άκαρπη επιχείρηση, απόπειρα ή προσπάθεια 2. απερισκεψία, πλάνη, ανοησία, σφάλμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάτη + κατάλ. ία] … Dictionary of Greek
ματιά — η [μάτι] η στροφή τών ματιών προς ορισμένη κατεύθυνση, το βλέμμα («κειός σεβάσμια προχωρώντας και μ ανήσυχες ματιές», Σολωμ.) … Dictionary of Greek
μάτια — μάτιον trifle neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταλα(γ)ματιά — η 1. στάλα: Πέφτουν σταλαματιές από το ταβάνι του σπιτιού. 2. «σταλαματιά σταλαματιά», λίγο λίγο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ματίη — ματία vain attempt fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ματίην — ματία vain attempt fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ματίῃ — ματία vain attempt fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάτι — Το αισθητήριο όργανο της όρασης, με το οποίο γίνεται αντιληπτό το φως, το σχήμα και το χρώμα των φωτιζόμενων αντικειμένων. Ο άνθρωπος φέρει δύο οφθαλμικούς βολβούς, οι οποίοι καταλαμβάνουν τις οφθαλμικές κόγχες. Έχουν χαρακτηριστικό σφαιροειδές… … Dictionary of Greek
Очи чёрные — … Википедия
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek