Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ματία

См. также в других словарях:

  • ματία — ματίᾱ , ματία vain attempt fem nom/voc/acc dual ματίᾱ , ματία vain attempt fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ματία — ματία, ιων. τ. ματίη, ἡ (Α) 1. μάταιη, ανώφελη, άκαρπη επιχείρηση, απόπειρα ή προσπάθεια 2. απερισκεψία, πλάνη, ανοησία, σφάλμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάτη + κατάλ. ία] …   Dictionary of Greek

  • ματιά — η [μάτι] η στροφή τών ματιών προς ορισμένη κατεύθυνση, το βλέμμα («κειός σεβάσμια προχωρώντας και μ ανήσυχες ματιές», Σολωμ.) …   Dictionary of Greek

  • μάτια — μάτιον trifle neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταλα(γ)ματιά — η 1. στάλα: Πέφτουν σταλαματιές από το ταβάνι του σπιτιού. 2. «σταλαματιά σταλαματιά», λίγο λίγο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ματίη — ματία vain attempt fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ματίην — ματία vain attempt fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ματίῃ — ματία vain attempt fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάτι — Το αισθητήριο όργανο της όρασης, με το οποίο γίνεται αντιληπτό το φως, το σχήμα και το χρώμα των φωτιζόμενων αντικειμένων. Ο άνθρωπος φέρει δύο οφθαλμικούς βολβούς, οι οποίοι καταλαμβάνουν τις οφθαλμικές κόγχες. Έχουν χαρακτηριστικό σφαιροειδές… …   Dictionary of Greek

  • Очи чёрные — …   Википедия

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»