Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ματία

  • 101 забегать

    ρ.σ. αρχίζω να τρέχω. || (για μάτια, βλέμμα) περιφέρομαι•

    глаза его трусливо -ли τα μάτια του δειλά περισκοπούσαν.

    κουράζομαι από το πολύ τρέξιμο.
    ρ.δ.
    βλ. забежать.

    Большой русско-греческий словарь > забегать

  • 102 завести

    -веду, -ведешь, παρλθ. χρ. завел, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. заведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заведенный, βρ: -ден, -дена, -о επιρ. μτχ. заведя
    ρ.σ.μ.
    1. οδηγώ, φέρω• πηγαίνω•

    завести в тупик οδηγώ σε αδιέξοδο•

    завести ребенка в детский сад πηγαίνω το παιδάκι στον παιδικό σταθμό (νηπιαγωγείο)•

    куда ты -вел меня? που με πήγες; που μ’ έφερες;

    2. δημιουργώ, φτιάχνω, ιδρύω•

    завести библиотеку φτιάχνω βιβλιοθήκη.

    || αποκτώ, παίρνω, έχω•

    -корову έχω δική μου αγελάδα•

    завести друзей αποκτώ (πιάνω) φίλους•

    завести семью αποκτώ (φτιάνω) οικογένεια•

    завести привычку αποκτώ συνήθεια.

    3. εγκαθιδρύω, εγκατασαίνω, εισάγω, καθιερώνω•

    -новые порядки βάζω καινούργια τάξη•

    -обыкновение καθιερώνω συνήθεια.

    4. κουρδίζω•

    часы κουρδίζω το ρολόγι•

    завести машину βάζω μπρος στη μηχανή.

    5. αχίζω, ανοίγω•

    завести разговор ανοίγω κουβέντα•

    завести переписку ανοίγω αλληλο γραφία•

    завести знакомство πιάνω γνωριμίες•

    он за-вел канитель αυτός άρχισε ανιαρή ιστορία.

    εκφρ.
    завести глаза – α) ανασηκώνω τα μάτια. β) κλείνω τα μάτια, αποκοιμούμαι.
    1. εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι•

    в доме -лись мыши στο σπίτι εμφανίστηκαν ποντίκια.

    2. καθιερώνομαι•

    -лись новые порядки μπήκε καινούργια τάξη•

    -лось обыкновение καθιερώθηκε συνήθεια.

    3. παλ. προμηθεύομαι, εφοδιάζομαι•

    завести мебелью εφοδιάζομαι με έπιπλα.

    4. κουρδίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > завести

  • 103 зажмурить

    ρ.σ.μ. μισοκλείνω (για τα μάτια).
    μισοκλείνομαι•

    -лись глаза от солнца μισόκλεισαν τα μάτια από τον ήλιο.

    Большой русско-греческий словарь > зажмурить

  • 104 запорошить

    -шит, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. запорошенный, βρ: -шен, -шена, -шено
    ρ.σ.μ.
    1. καλύπτω, σκεπάζω, κάνω•

    запорошить руки мукой καταλευρώνω τα χέρια•

    запорошить снегом καλύπτω με λεπτόστρώμα χιονιού.

    2. (απλ.) απρόσ. κλείνω, βουλώνω (για μάτια, αυτιά)•

    пылью ему -ло глаза τού ‘κλεισαν τα μάτια από τη σκόνη.

    3. αρχίζω να καλύπτω κλπ. ρ. βλ. порошить.

    Большой русско-греческий словарь > запорошить

  • 105 затуманить

    ρ.σ.μ.
    1. καλύπτω, σκεπάζω• θολώνω, θαμπώνω•

    слезы -ли глаза τα δάκρυα θάμπωσαν τα μάτια.

    || μτφ. σκοτίζω•

    затуманить мысль θολώνω τη σκέψη (το μυαλό).

    1. ανταριάζω, θολώνω, θαμπώνω•

    -лись глаза θάμπωσαν τα μάτια.

    || μτφ. συσκοτίζω (για συνείδηση, σκέψη κ.τ.τ.).
    2. θλίβομαι, λυπάμαι• βαρυθυμώ.

    Большой русско-греческий словарь > затуманить

  • 106 защурить

    ρ.σ.μ. μισοκλείνω τα μάτια, σκαρδαμύσσω.
    (για μάτια) μισοκλείνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > защурить

  • 107 излучать

    ρ.δ.μ. ακτινοβολώ. || εκπέμπω, αναδίδω διαχέω•

    солнце -ет тепло οίήλιος εκπέμπει θερμότητα.

    || μτφ. έχω περιχαρή όψη

    её глаза -ли тихую радость τα μάτια της έλαμπαν από σιωπηλή χαρά.

    ακτινοβολούμαι. || εκπέμπομαι, αναδίδομαι λάμπω. || μτφ. έχω περιχαρή όψη•

    Большой русско-греческий словарь > излучать

  • 108 ловить

    ловлю, ловишь
    ρ.δ. μ.
    1. πιάνω, συλλαμβάνω, τσακώνω•

    ловить мяч πιάνω το τόπι•

    ловить на лету πιάνω στον αέρα.

    || θηρεύω•

    ловить птиц πιάνω πουλιά.

    2. αλιεύω, ψαρεύω•

    ловить рыбу ψαρεύω.

    3. μτφ. δράττομαι επωφελούμαι ловить (удобный) случай δράττομαι της (κατάλληλης) ευκαιρίας•

    лови момент δράξου της ευκαιρίας.

    4. συλλαμβάνω επ αυτοφόρω•

    ловить вора πιάνω τον κλεφτή.

    εκφρ.
    ловить взгляд (взор) ή глаз – πιάνω τη ματιά (κάποιου), συναντιώνται τα βλέμματα μας•
    ловить на себе чей взгляд – πιάνω κάποιον που ρίχνει τη ματιά του σε μένα•
    ловить волну ή станцию – πιάνω το ραδιοσταθμό•
    в мутной воде рыбу ловить – ψαρεύω στα θολά νερά•
    ловить на слове – πιάνομαι από ένα λόγο (από μια λέξη).
    πιάνομαι, συλλαμβάνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > ловить

  • 109 масло

    ουδ.
    1. λάδι, έλαιο, λίπος• βούτυρο•

    растительное масло λάδι φυτικό•

    сливочное масло φρέσκο βούτυρο ή της φέτας•

    топлёное масло βούτυρο μαγειρικής ή λιωμένο•

    эфирное масло αιθέριο έλαιο•

    хлопковое масло βαμπακόλαδο, βαμβακέλαιο•

    льняное масло λινέλαιο, λιναρόλαδο•

    миндальное масло αμυγδαλέλαιο•

    машинное масло λάδι της μηχανής•

    смазочное масло μηχανέλαιο•

    минеральные -а ορυκτέλαια•

    сбивать масло χτυπώ το γάλα, βγάζω βούτυρο•

    коровье масло βούτυρο αγελάδας•

    завод растительных масел ελαιοτριβείο.

    2. χρώματα ελαιογραφίας. || πίνακας ζωγραφικής με ελαιοχρώματα.
    εκφρ.
    масло масляное – όχι κρασί με νερό, παρά νερό με κρασί (ταυτόσημο)•
    подёрнуться -ом – (για μάτια ή βλέμμα) γυαλίζω, λάμπω•
    как по -у – ομαλά, ήρεμα, απρόσκοπτα•
    как (будто) -ом по сердцу – που προκαλεί αγαλλίαση•
    ерунда (чепуха) на постном -е – αερολογίες, ανεμολογίες, κενολογίες, ασημαντολογίες•
    кашу -ом не испортишьπαρμ. το πολύ βίος μάτια δε βγάζει.

    Большой русско-греческий словарь > масло

  • 110 надглазный

    επ.
    πάνω από το μάτι ή τα μάτια•

    надглазный шрам ουλή πάνω από τα μάτια.

    Большой русско-греческий словарь > надглазный

  • 111 открыть

    -рою, -роешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. открытый, βρ: -крыт, -а, -о
    ρ.σ.
    1. ανοίγω•

    открыть сундук ανοίγω το σεντούκι•

    открыть зонтик ανοίγω την ομπρελίτσα•

    открыть окно ανοίγω το παράθυρο•

    открыть кастрюлю ξεκουπώνω την κατσαρόλα•

    открыть банку консервов ανοίγω την κονσέρβα ή το κονσερβοκούτι.

    || ξεκλειδώνω•

    открыть дверь ξεκλειδώνω την πόρτα.

    || μτφ. αφήνω ελεύθερα κάνω προσιτό•

    открыть границу ανοίγω τα σύνορα•

    открыть дорогу к знанию (μτφ.) ανοίγωτο δρόμο για τις γνώσεις.

    2. αποκαλύπτω, εμφανίζω, φανερώνω δείχνω•

    открыть карты (χαρτπ.) δείχνω τα χαρτιά.

    3. (διάφορες σημ.) открыть свет ανάβω το φως•

    открыть газ ανοίγω το γκαζ•

    открыть воду ανοίγω το νερό (την κάνουλα)•

    открыть новую школу ανοίγω καινούριο σχολείο•

    открыть клуб ανοίγω λέσχη.

    4. αρχίζω•

    открыть собрание ανοίγω τη συνέλευση•

    открыть театральный сезон ανοίγω τη θεατρική περίοδο•

    открыть огонь ανοίγω πυρ, αρχίζω τα πυρά.

    5. αποκαλύπτω, φανερώνω•

    открыть тайну εκμυστηρεύομαι.

    6. ανακαλύπτω•

    колумб -ыл америку ο Κολόμπος ανακάλυψε την Αμερική.

    εκφρ.
    открыть америку – (ειρν. για γνωστό πια γεγονός) ανακαλύπτω την Αμερική•
    открыть глаза кому – ανοίγω τα μάτια κάποιου (κάνω κάποιον να αντιληφθεί)•
    открыть счёт – α)ανοίγω λογαριασμό, βάζω χρήματα στο ταμιευτήριο), β) αρχίζω την πληρωμή με λογαριασμό (για τράπεζα)• γ) ανοίγω το σκορ. δ) έχω (κάνω) την πρώτη επιτυχία.
    1. ανοίγω•

    чемодан -лся η βαλίτσα άνοιξε•

    книга -лась το βιβλίο άνοιξε.

    || ξεκλειδώνομαι•

    дверь -лась ключом η πόρτα άνοιξε με το κλειδί.

    2. ξανοίγομαι, εκτείνομαι, απλώνομαι. || (για μέλη του σώματος)διακρίνομαι, φαίνομαι. || μτφ. αποκαλύπτομαι.
    3. γίνομαι γνωστός, έρχομαι στο φως, βγαίνω στην επιφάνεια, στα φόρα• ανακαλύπτομαι•

    -лся заговор ανακαλύφτηκε συνομωσία.

    4. αρχίζω,κάνω έναρξη•

    театр -лся το θέατρο άνοιξε.

    5. εκμυστηρεύομαι όλα.
    6. (για πληγή) ανοίγω.
    εκφρ.
    глаза -лись – τα μάτια άνοιξαν (άρχισα να καταλαβαίνω).

    Большой русско-греческий словарь > открыть

  • 112 пелена

    -ы, πλθ. пелены, -лен, -ленам θ.
    1. κάλυμμα, σκέπασμα καλύπτρα, πέπλος στρώμα.
    2. πλθ.παλ. τα σπάργανα.
    3. το χαμηλότερο μέρος της στέγης, γείσος της στέγης.
    εκφρ.
    от -лн ή с -лн – από τα σπάργανα, από τη νηπιακή ηλικία•
    его зною с пе-лн – τον ξέρω απ όταν ήταν ακόμα πολύ μακρός (словно, точно) пелена (с глаз) упала ή спала μού φύγε το σκοτάδι που είχα στα μάτια, άνοιξα τα μάτια, κατάλαβα την αλήθεια, την πραγματικότητα.

    Большой русско-греческий словарь > пелена

  • 113 полный

    επ., βρ: полон κ. παλ. полон, полна, полно.
    1. (κυρλξ. κ. μτφ.) πλήρης, γεμάτος, μεστός•

    полный стакан воды γεμάτο ποτήρι, νερό•

    стакан полный водой ποτήρι, γεμάτο με νερό•

    все уличы -ы народом όλοι, οι δρόμοι είναι γεμάτοι λαό•

    полный карман деньги ή деньгами γεμάτη τσέπη χρήματα•

    глаза -ые слёз μάτια γεμάτα δάκρυα•

    взгляд полный ненависти ματιά γεμάτη μίσος•

    он полный мечтаний αυτός είναι όλος όνειρα•

    человек полный надежд άνθρωπος όλο ελπίδες•

    -ая победа ολοκληρωτική νίκη•

    -ое разоружение πλήρης αφοπλισμός•

    развить -ую скорость αναπτύσσω όλη την ταχύτητα.

    2. συνεπαρμένος, κυριευμένος, κατειλημμένος.
    3. απεριόριστος, απόλυτος•

    -ая власть πλήρης εξουσία•

    -ая свобода πλήρης ελευθερία.

    4. ολόκληρος•

    полный рабочий день ολόκληρη εργατική μέρα•

    полный метр ολόκληρο μέτρο•, ему -ые сорок лет αυτός έχει γεμάτα τα σαράντα (χρόνια)•

    -ое собрание Пушкина τα άπαντα του Πούσκιν.

    || αρκετά μεγάλος, πολύς•

    были уже -ые сумерки είχε σουρουπώσει πια για τα καλά.

    || όλος, ολικός•

    петь -ым голосом τραγουδώ με όλη τη δύναμη της φωνής•

    -ое затмение луны ολική έκλειψη της σελήνης.

    5. χοντρός, γεμάτος, μεστός• παχύς•

    -ая женщина γεμάτη γυναίκα.

    εκφρ.
    - ая вода – το υψηλότερο σημείο της στάθμης της θάλασσας•
    полный генерал – αντιστράτηγος•
    полный адмирал – ναύαρχος•
    - ые прилагательные – πλήρη επίθετα (σε αντίθεση με τα βραχέα)•
    - ая чаша – σπίτι πλούσιο, με όλα τα καλά (αγαθά)•
    -ым голосом (сказать, заявитьκ.τ.τ.) ανοιχτά, βροντόφωνα (λέγω, δηλώνω)•
    полным-голом – υπερπλήρης, κατάκορος, καταγεμάτος.

    Большой русско-греческий словарь > полный

  • 114 потупить

    -плю -пишь
    ρ.σ.μ. χαμηλώνω, σκύβω•

    потупить голову σκύβω το κεφάλι•

    потупить глаза, взор χαμηλώνω τα μάτια, το βλέμμα.

    σκύβω, χαμηλώνω (το κεφάλι, τα μάτια).

    Большой русско-греческий словарь > потупить

  • 115 прищурить

    ρ.σ.μ. μισοκλείνω τα μάτια.
    (για μάτια) μισοκλείνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > прищурить

  • 116 проглядеть

    ρ.σ.
    1. μ. παραβλέπω, παρορώ•

    проглядеть ошибку в вычислениях παραβλέπω λάθος• στο λογαριασμό.

    2. μ. διαβάζω στα γρήγορα, ρίχνω μια ματιά, ξεφυλλίζω.
    3. αμ. βλέπω, κοιτάζω, θωρώ παρατηρώ.
    εκφρ.
    проглядеть глаза – βλάπτω τα μάτια από το πολύ ποίτάγμα.

    Большой русско-греческий словарь > проглядеть

  • 117 пучишь

    -чу, -чишь
    ρ.δ.μ.
    1. φουσκώνω, πρήζομαι• διογκώνομαι•

    живот -ит η κοιλιά φουσκώνει.

    2. (απλ.) γουρλώνω•

    пучишь глаза γουρλώνω τα μάτια.

    φουσκώνω, πρήζομαι• διογκώνομαι•

    тесто -лось το ζυμάρι φούσκωσε.

    || γουρλώνω (αμ.)• глаза у него -лись τα μάτια του γούρλωσαν.

    Большой русско-греческий словарь > пучишь

  • 118 раскрыть

    -крою, -кроешь ρ.σ.μ.
    1. ανοίγω•

    раскрыть ящик ανοίγω το κιβώτιο•

    раскрыть дверь ανοίγω την πόρτα•

    раскрыть зонтик ανοίγω την ομπρέλα•

    раскрыть нож ανοίγω το σουγιά•

    раскрыть книгу ανοίγω το βιβλίο•

    раскрыть глаза, рот ανοίγω τα μάτια, το στόμα.

    2. (κυρλξ. κ. μτφ.)• αποκαλύπτω, ξεσκεπάζω• φανερώνω•

    халат распахнулся и -ыл нижнее бель η ρόμπα άνοιξε και φάνηκαν τα εσώρουχα•

    раскрыть тайну αποκαλύπτω μυστικό•

    раскрыть замыслы врагов ξεσκεπάζω τα σχέδια (προθέσεις) του εχθρού•

    раскрыть загоеор ξεσκεπάζω τη συνομωσία.

    || μτφ. εκμυστηρεύομαι•

    он -ыл мне своё сердце αυτός μου άνοιξε την καρδιά του, τα είπε όλα.

    εκφρ.
    раскрыть глаза – ανοίγω τα μάτια (διαφωτίζω)•
    раскрыть чью игру – ξεσκεπάζω τις προθέσεις (τα σχέδια) κάποιου.
    1. ανοίγω, -ομαι•

    окно -лось το παραθύρι άνοιξε•

    дверь -лась η πόρτα άνοιξε•

    все ящики -лись όλα τα κιβώτια ανοίχτηκαν.

    || ανθίζω•

    розы -лись τα τρ ι-αντάφυλλα άνοιξαν.

    2. φαίνομαι•

    перед ними -лось море μπροστά τους φάνηκε η θάλασσα.

    3. μτφ. αποκαλύπτομαι, ξεσκεπάζομαι, φανερώνομαι•

    преступление -лось το έγκλημα αποκαλύφτηκε.

    4. δημιουργούμαι (για συνθήκες, πρού-θέσεις, δυνατότητες)•

    -лись перспективы άνοιξαν προοπτικές.

    5. (γι.α μέλη του σώματος)• αποκαλύπτομαι, φαίνομαι.
    6. (χαρτπ.) καλύπτω όλα τα χαρτιά.

    Большой русско-греческий словарь > раскрыть

  • 119 сверкать

    ρ.σ.
    1. λαμπυρίζω, μαρμαίρω•

    звезды -ют τα αστέρια λαμπυρίζουν•

    бриллианты -гот τα μπριλάντια λαμπυρίζουν.

    || εκλάμπω, βγάζω εκτυφλωτική λάμψη. || λάμπω, φεγγοβολώ. || μτφ. διαλάμπω, διαφαίνομαι, υποφώσκω.
    2. ξεχωρίζω, διακρίνομαι, διαγράφομαι.
    3. (για καθαριότητα)• λάμπω, αστράφτω. || τρεμοσβήνω.
    4. (για μάτια) αστράφτω, πετώ σπίθες•

    его глаза -ли от гнева τα μάτια του άστραφταν από το θυμό.

    5. μτφ. εξωτερικεύομαι, εμφανίζομαι (για αισθήματα)• λάμπω.
    εκφρ.
    только пятки -ют – σπίθες πετάν (βγάζουν) τα πόδια (από τη μεγάλη ταχύτητα).

    Большой русско-греческий словарь > сверкать

  • 120 слипать

    -ает
    ρ.δ.μ. (για μάτια) κολλώ• κλείνω.
    κολλώ. || μου κλείνονται τα μάτια, νυστάζω πολύ.

    Большой русско-греческий словарь > слипать

См. также в других словарях:

  • ματία — ματίᾱ , ματία vain attempt fem nom/voc/acc dual ματίᾱ , ματία vain attempt fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ματία — ματία, ιων. τ. ματίη, ἡ (Α) 1. μάταιη, ανώφελη, άκαρπη επιχείρηση, απόπειρα ή προσπάθεια 2. απερισκεψία, πλάνη, ανοησία, σφάλμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάτη + κατάλ. ία] …   Dictionary of Greek

  • ματιά — η [μάτι] η στροφή τών ματιών προς ορισμένη κατεύθυνση, το βλέμμα («κειός σεβάσμια προχωρώντας και μ ανήσυχες ματιές», Σολωμ.) …   Dictionary of Greek

  • μάτια — μάτιον trifle neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταλα(γ)ματιά — η 1. στάλα: Πέφτουν σταλαματιές από το ταβάνι του σπιτιού. 2. «σταλαματιά σταλαματιά», λίγο λίγο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ματίη — ματία vain attempt fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ματίην — ματία vain attempt fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ματίῃ — ματία vain attempt fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάτι — Το αισθητήριο όργανο της όρασης, με το οποίο γίνεται αντιληπτό το φως, το σχήμα και το χρώμα των φωτιζόμενων αντικειμένων. Ο άνθρωπος φέρει δύο οφθαλμικούς βολβούς, οι οποίοι καταλαμβάνουν τις οφθαλμικές κόγχες. Έχουν χαρακτηριστικό σφαιροειδές… …   Dictionary of Greek

  • Очи чёрные — …   Википедия

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»