-
1 γρηγορή
γρηγορέωto be: pres subj mp 2nd sgγρηγορέωto be: pres ind mp 2nd sgγρηγορέωto be: pres subj act 3rd sg -
2 γρηγορῇ
γρηγορέωto be: pres subj mp 2nd sgγρηγορέωto be: pres ind mp 2nd sgγρηγορέωto be: pres subj act 3rd sg -
3 γρηγορῇ
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > γρηγορῇ
-
4 εντελλω
(aor. ἐνέτειλα - поэт. ἔντειλα; pf. pass., тж. в знач. act. ἐντέταλμαι; преимущ. med.) поручать, предлагать, приказывать(τινὴ ποιεῖν τι Pind., med. Her., Plat., Arst., med. τινί τι Her., Plat.)
τὰ ἐντεταλμένα Soph., Her., Xen. — поручения, указания, приказания;ἅπερ ἐντεταλμένοι Polyb. — то, что они велели;ἐνετείλατο ἵνα γρηγορῇ NT. — он велел ему быть бдительным -
5 вельбот
1. (китобоец) η φαλαινίδα, το φαλαινοθηρικό (το σκάφος που χρησιμοποιείται για φαλαινοθυρία) 2. (шлюпка) η γρήγορη κωπηλάτη λέμβος (έως 8 κουπιά).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вельбот
-
6 доставка
η παράδοσ/η, η διανομήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > доставка
-
7 замирание
1. (радиосигнала) η διάλειψηчастотно-избирательное - των συχνοτήτων, επιλεκτική2. (колебаний, звука и т.п.) η παύση, η πτώση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > замирание
-
8 киносъёмка
η κινηματογραφική λήψη, το γύρισμα (της ταινίας), η κινηματογράφησηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > киносъёмка
-
9 ответ
η απάντησηη ανταπόκριση, η απόκρισηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ответ
-
10 поставка
1. (доставка) η παράδοσ/η- на условиях СИФ - με όρους C.I.F (κόστος, ασφάλεια2. (снабжение) η προμήθειαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > поставка
-
11 сбыт
эк. η πώλησ/η, η διάθεση των προϊόντωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сбыт
-
12 беглый
бе́гл||ыйприл1. (убежавший) δραπέτης, φυγάς;2. (быстрый, легкий) ταχύς, γοργός, εὐχερής:\беглыйое чтение ἡ εὐχέρεια στό διάβασμα;3. (поверхностный) βιαστικός, πρόχειρος, σύντομος:\беглыйое замечание ἡ σύντομη παρατήρηση; \беглыйый взгляд ἡ γρήγορη ματιά; ◊ \беглыйый огонь воен. τό πυκνό πῦρ. -
13 взгляд
взглядм1. τό βλέμμα, ἡ ματιά:беглый \взгляд ἡ γρήγορη ματιά· пристальный \взгляд τό ἐπίμονο βλεμμα· устремить \взгляд ἀτενίζω, καρφώνω τό βλεμμα· бросить \взгляд на кого-л. ρίχνω μιά ματιά σέ κάποιον2. (точка зрения) ἡ γνώμη, ἡ ἄποψη [-ις]:политические \взгляды οἱ πολιτικές ἀπόψεις, τά πολιτικά φρονήματα· расходиться во \взглядах διίστανται οἱ ἀπόψεις μας, ἐχουμε διαφορετική γνώμη· на мой \взгляд κατά τή γνώμη μου· ◊ и а \взгляд ἀπ' ὀτι φαίνεται· на первый \взгляд ἐκ πρώτης ὀψεως· с первого \взгляда ἀπό τήν πρώτη ματιά. -
14 видеться
ви́де||ться1. βλέπομαι, συναντιέμαι:мы редко видимся βλεπόμαστε σπάνια· \видетьсяться с друзьями βλέπομαι, συναντιέμαι μέ τους φίλους·2. (представляться) βλέπω:ему уже видится близкая победа ήδη βλέπει γρήγορη τή νίκη·3. безл (во сне):мне виделось, что... είδα στον ὕπνο μου, ὀτι... -
15 мнмолетный
мнмолетн||ыйприл1. διαβατάρικος·2. (быстрый, беглый, непрочный) πρόσκαιρος, ἐ4>ήΐ-ερος, παροδικός:\мнмолетныйый взгляд ἡ γρήγορη ματιά· мелькнула \мнмолетныйая мысль γιά μιά στιγμή μοῦ πέρασε ἀπό τόν νοῦ· \мнмолетныйая радость ἡ ἐφήμερη χαρά. -
16 молинеиосный
молинеиосн||ыйприл в разн. знач. κεραυνοβόλος:с \молинеиосныйой быстротой μέ ταχύτητα ἀστραπής, σαν ἀστραπή· ки́иуть \молинеиосный взгляд ρίχνω μιά γρήγορη ματιά, ρίχνω ἀστραπιαίο βλέμμα.' -
17 окончание
окончаниес1. (завершение) ἡ ἀποπε-ράτωση [-ις], τό τελείωμα, τό τέλος / ἡ λήξις προθεσμίας (срока):по \окончаниении учебы μετά τήν ἀποπεράτωση τών σπουδών μου· по \окончаниении университета ὀταν τελειώσω τό πανεπιστήμιο· по \окончаниении концерта μόλις τελειώσει ἡ συναυλία· быстрое \окончание ἡ γρήγορη ἀποπεράτωση·2. (заключит, часть, конец чего-л.) τό τέλος:\окончание следует ἐπεται τό τέλος·3. грам. ἡ κατάληξη [-ις]· -
18 свидание
свидани||ес τό ραντεβοῦ / ἡ συνέντευ-ξη [-ις], ἡ συνάντηση [-ις] (деловое):назначать \свидание а) δίνω ραντεβοῦ (любовное), б) ὁρίζω συνάντηση (деловое)· идти на \свидание πηγαίνω στό ραντεβοῦ· ◊ до \свиданиея ἀντίο!, ὠρ' βουάρ!, χαίρετε!, γεια χαρά!, καλή ἀντάμωση!· до скорого \свиданиея! γρήγορη ἀντάμωση! -
19 βλέπω
(αόρ. είδα и είδον, υποτ. ίδω и (*)δώ, προστ. ιδε, (1)δές и διές) μετ., αμετ.1) видеть (в разн. знач);βλέπ καλά — я вижу хорошо;
βλέπω από μακριά — видеть издалека;
βλέπω όνειρο — видеть сон;
βλέπω στον ύπνο μου κάποιον — видеть во сне коголибо;
είδα στον ύπνο μου, ότι... я видел во сне, что...;βλέπω με τα ίδια μου τα μάτια — видеть своими собственными глазами;
σκοτείνιασε και δεν βλέπω να γράψω — стило темно писать;
δεν βλέπει μακριά прям., перен. — он близорукий человек;
βλέπει μακριά — он далеко видит (тж. перен.); — он дальнозоркий человек;
δεν βλέπει καθόλου — он совсем перестал видеть, он совсем ослеп;
δεν βλέπω μακρύτερα απ' τη μύτη μου — не видеть дольше своего носа;
κι' ενας στραβός το βλέπει — этр и слепому видно, это очевидно, ясно;
2) смотреть, глядеть;βλέπω εδώ κι' εκεί — смотреть по сторонам;
βλέπω με καλό μάτι — смотреть благосклонно;
βλέπω την παράσταση (την ταινία) — смотреть спектакль (фильм);
βλέπω τηλεόραση — смотреть телевизор;
όλα τα βλέπει μαύρα (ρόδινα) — он всё видит в чёрном (розовом) свете;
τον είδα χθες я видел его вчера, я виделся с ним вчера;χαίρομαι ( — или χαίρω) πού σας βλέπω — я рад вас видеть;
βλέπω τώρα πόσο σε αδίκησα — теперь я вижу, как обидел тебя;
βλέπω τό μέλλον — видеть, представлять себе будущее;
ήδη βλέπει γρήγορη τη νίκη — ему уже видится близкая победа;
καθώς βλέπω — как я вижу;
πώς το βλέπετε; — как вы на это смотрите?;
δεν βλέπ την ανάγκη — не вижу в этом необходимости;
δεν είδα άδσπρη μέρα στη ζωή μου ни одного хорошего дня не видел я в жизни;3) смотреть, осматривать (о враче); θα πάω να με ιδεί κι' ένας νευρολόγος пойду покажусь невропатологу;ποιός γιατρός τον βλέπει; — какой врач его лечит?;
4) смотреть, при- сматривать (за кем-л.);βλέπω τό παιδί — смотреть за ребёнком;
5) следить (за кем-чем-л.), беречь, заботиться (о ком-чёмлибо);βλέπε την υγεία σου — следи за своим здоровьем;
βλέπе μην πέσεις! — смотри не упади!;
6) смотреть на..., в...; выходить, быть обращённым к..., на... (об окнах и т. п.);7) добиваться, достигать, обретать;βλέπω όφελος — иметь пользу (от чего-л.);
βλέπω προκοπή — достигать благополучия;
§ όπως βλέπετε — как видите;
κάνω πώς δεν βλέπ — смотреть сквозь пальцы;
να (1)δώ или θα (1)δω я посмотрю, я подумаю;πάρε τώρα αυτό και γιά τ' αλλα βλέπουμε — сначала возьми это, а там посмотрим;
βλέποντας και κάνοντας дальше видно будет; поживём — увидим;καθώς σε βλέπω και με βλέπεις — это несомненно;
δεν βλέπω την ώρα να... — жду не дождусь;
είδα κι' απόειδα... все жданки переждал;κάπου σ' είδα, κάπου μ' είδες; ты что, своих не узнаёшь?; ακόμη δεν τον είδαμε, Γιάννη τον εβγάλαμε посл, делить шкуру неубитого медведя; οποίος δεν είδε κάστρο, είδε φούρνο και θαμάχτηκε погов, кто мало видел — удивляется всякой малости -
20 ματιά
η взгляд, взор;ρίχνω μιά ματιά — взглянуть, бросить взгляд;
από ( — или με) την πρώτη ματιά — с первого взгляда;
γρήγορη ματιά — беглый взгляд
См. также в других словарях:
γρηγορῇ — γρηγορέω to be pres subj mp 2nd sg γρηγορέω to be pres ind mp 2nd sg γρηγορέω to be pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
έκρηξη — Βίαιη και ταχύτατη απελευθέρωση ενέργειας, η οποία εκδηλώνεται με τη μορφή θερμότητας, φωτός, τεράστιας παραγωγής αερίων και συνεπώς μηχανικού έργου. Το φαινόμενο αυτό οφείλεται συνήθως στη χημική αντίδραση που παράγεται μέσα στην εκρηκτική ύλη… … Dictionary of Greek
αισθητικός — ή, ό (Α αἰσθητικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα αισθητήρια και στις αισθήσεις ή στην αντίληψη διά μέσου τών αισθήσεων 2. αυτός που μπορεί να αισθάνεται, ο δεκτικός σε ερεθίσματα τού έξω κόσμου ή τού ίδιου τού σώματός του νεοελλ. 1 … Dictionary of Greek
ανάλυση — Η διάλυση μιας σύνθετης ουσίας στα συστατικά της· το λιώσιμο μιας ουσίας· η διαίρεση του λόγουσε στοιχεία και η εύρεση της μεταξύ τους σχέσης· λεπτομερειακή έκθεση των στοιχείων μιας θεωρίας ή ενός φιλοσοφικού συστήματος· η μελέτη των στοιχείων… … Dictionary of Greek