-
81 μαστοῖς
-
82 μαστοίσιν
-
83 μαστοῖσιν
-
84 μαστού
-
85 μαστοῦ
-
86 μαστώι
-
87 μαστῶι
-
88 μαστών
μαστάζωchew: fut part act masc voc sgμαστάζωchew: fut part act neut nom /voc /acc sgμαστάζωchew: fut part act masc nom sg (attic epic ionic)μαστόςb: masc gen pl -
89 μαστῶν
μαστάζωchew: fut part act masc voc sgμαστάζωchew: fut part act neut nom /voc /acc sgμαστάζωchew: fut part act masc nom sg (attic epic ionic)μαστόςb: masc gen pl -
90 3149
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 3149
-
91 βαρύμαστος
βᾰρύ-μαστος, ον,A with large, heavy breasts, Str.17.3.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βαρύμαστος
-
92 βούμασθος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βούμασθος
-
93 γλακτοπαγής
γλακτο-πᾰγής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γλακτοπαγής
-
94 γυναικόμασθος
A having breasts like a woman: -μασθον, τό, abnormal development of the mamma, Gal.19.444, cf. Paul.Aeg.6.46.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γυναικόμασθος
-
95 εὔθηλος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὔθηλος
-
96 θρεπτήριος
θρεπ-τήριος, ον,II πλόκαμος Ἰνάχῳ θ. hair dedicated as a thank-offering to Inachus, ib. 6.III Subst. θρεπτήριον, τό,= θρεπτάριον, PLond.5.1708.248 (vi A.D.).2 pl., θρεπτήρια, τά, reward for rearing, made to nurses by parents, h.Cer. 168, 223; also, return made by children for their rearing ([dialect] Att. τροφεῖα), Hes.Op. 188, Ael.VH2.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θρεπτήριος
-
97 μαζός
-
98 μασθός
-
99 οὐθάτιος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οὐθάτιος
-
100 πώνω
См. также в других словарях:
μαστός — b masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαστός — Αδενικό όργανο, το οποίο στον άντρα είναι υπολειμματικό και μη λειτουργικό, στη γυναίκα όμως αναπτύσσεται πλήρως και αποτελεί το όργανο του θηλασμού. Οι μ. υπάγονται στα όργανα της αναπαραγωγής· το αδενικό τους στοιχείο είναι ορμονοεξαρτώμενο και … Dictionary of Greek
μαστός — ο οι ειδικοί αδένες της γυναίκας και των άλλων θηλαστικών ζώων που εκκρίνουν το γάλα, το βυζί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θα(υ)μαστός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που προκαλεί θαυμασμό, ο άξιος θαυμασμού: Θαυμαστά τα έργα του Κυρίου. – Θαυμαστή ικανότητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαζοῖν — μαστός b masc gen/dat dual (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαζοῖο — μαστός b masc gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαζοῖς — μαστός b masc dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαζοῖσι — μαστός b masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαζοῖσιν — μαστός b masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαζοί — μαστός b masc nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαζοῦ — μαστός b masc gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)