Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

μαραντικός

См. также в других словарях:

  • μαραντικός — μαραντικός, ή, όν (Α) [μαραίνω] 1. αυτός που μαραίνει, που εξασθενίζει 2. μαραμένος, αδύνατος («γέρων ῥυσὸς καὶ μαραντικός», Φρύν.) …   Dictionary of Greek

  • μαραντικός — wasting away masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαραντικόν — μαραντικός wasting away masc acc sg μαραντικός wasting away neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαραντικοῖς — μαραντικός wasting away masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαραντικοῦ — μαραντικός wasting away masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαραντικῷ — μαραντικός wasting away masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαραίνω — (AM μαραίνω) 1. κάνω ένα φυτό να χάσει τη θαλερότητα του, συντελώ στο να ξεραθεί ένα φυτό (α. «ο ήλιος μάς μάρανε τα λουλούδια» β. «ἐπὶ ἀνθέων τών μαραινομένων», Ερμογ.) 2. μτφ. κάνω κάποιον ή κάτι να χάσει τη ζωτικότητα και τη φρεσκάδα του,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»