-
1 μαραγγιάζω
1. μετ. делать блёклым, увядшим;2. αμετ. прям., перен. увядать, вянуть, блёкнуть; сохнуть, чахнуть; -
2 μαραίνω
Grammatical information: v.Meaning: `quench, destroy', Med.-Pass. `die away, wither' (Il.),Other forms: aor. μαρᾶναι (h. Merc.; Zumbach Neuerungen 57), pass. μαρανθῆναι (Il.), perf. midd. μεμάρα(σ)μαι and fut. μαρανῶ (late).Derivatives: μάρανσις `dying away, wither' (Arist.; Holt Les noms d'action en - σις 136 n. 1), μαρασμός `withering' with μαρασμώδης (Mediz.); μαραντικός `withering' (Phryn., Sch.).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: The above forms, the nominal derivv. included, form a system built through analogy, which replaced an older set of primary formations. As example served denominatives with a comparable meaning like κηραίνω `damage, corrupt' or an oppositum like ἰαίνω, ἰᾶναι `refresh', for which we can suppose an old primary nasalpresent (cf. s. v.). For μαραίνω too a nasalpresent may have been the precursor; s. μάρναμαι with further connections; on this Schwyzer 693 and Fraenkel Denom. 23. Chantr. thinks that the root may be related to Lat. morior etc. -- A NGr. representative is μαραγγιάζω `flourish till the end, perish' (Hatzidakis Άθ. 43, 186f.).Page in Frisk: 2,174Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μαραίνω
См. также в других словарях:
μαραγγιάζω — και μαραγκιάζω 1. (για φυτά, άνθη και καρπούς) μαραίνομαι, ξεραίνομαι, χάνω τη θαλερότητα και τη φρεσκάδα μου 2. μτφ. χάνω την ευρωστία, τη ζωτικότητά μου, γερνώ 3. μαραίνω, ξεραίνω κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < *μαραντιάζω < *μαραντός < μαραίνω,… … Dictionary of Greek
αγουρομαραγγιάζω — συρρικνώνομαι, μαραίνομαι, μαραγγιάζω πρόωρα (κυριολεκτικά για καρπούς και φυτά αλλά και μτφ. για ανθρώπους). [ΕΤΥΜΟΛ. < αγουρο + μαραγγιάζω] … Dictionary of Greek
αμαράγγιαστος — η, ο [μαραγγιάζω] 1. (για φυτά ή καρπούς) αυτός που δεν έχει μαραθεί, δροσερός, φρέσκος 2. (για πρόσωπα) αυτός που παρά την ηλικία του δεν έχει ρυτιδωθεί, αρυτίδωτος, αζάρωτος … Dictionary of Greek
μαράγγιασμα — και μαράγκιασμα, το [μαραγγιάζω] 1. (για φυτά, καρπούς και άνθη) μάρανση, μαρασμός 2. μτφ. γέρασμα … Dictionary of Greek
μαραγγιώ — μαραγγιῶ, άω (Μ) (για τη φωτιά) φθίνω, σβήνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαραντιῶ < *μαραντός < μαραίνω (πρβλ. μαραγγιάζω)] … Dictionary of Greek
μαραζιάζω — [μαράζι] 1. προκαλώ μαράζι 2. υφίσταμαι μαρασμό, μαραίνομαι από μεγάλη στενοχώρια, μαραζώνω 3. (για φυτά και άνθη) χάνω τη θαλερότητά μου, φθίνω, μαραίνομαι, μαραγγιάζω … Dictionary of Greek