Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

μαραγγιάζω

См. также в других словарях:

  • μαραγγιάζω — και μαραγκιάζω 1. (για φυτά, άνθη και καρπούς) μαραίνομαι, ξεραίνομαι, χάνω τη θαλερότητα και τη φρεσκάδα μου 2. μτφ. χάνω την ευρωστία, τη ζωτικότητά μου, γερνώ 3. μαραίνω, ξεραίνω κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < *μαραντιάζω < *μαραντός < μαραίνω,… …   Dictionary of Greek

  • αγουρομαραγγιάζω — συρρικνώνομαι, μαραίνομαι, μαραγγιάζω πρόωρα (κυριολεκτικά για καρπούς και φυτά αλλά και μτφ. για ανθρώπους). [ΕΤΥΜΟΛ. < αγουρο + μαραγγιάζω] …   Dictionary of Greek

  • αμαράγγιαστος — η, ο [μαραγγιάζω] 1. (για φυτά ή καρπούς) αυτός που δεν έχει μαραθεί, δροσερός, φρέσκος 2. (για πρόσωπα) αυτός που παρά την ηλικία του δεν έχει ρυτιδωθεί, αρυτίδωτος, αζάρωτος …   Dictionary of Greek

  • μαράγγιασμα — και μαράγκιασμα, το [μαραγγιάζω] 1. (για φυτά, καρπούς και άνθη) μάρανση, μαρασμός 2. μτφ. γέρασμα …   Dictionary of Greek

  • μαραγγιώ — μαραγγιῶ, άω (Μ) (για τη φωτιά) φθίνω, σβήνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαραντιῶ < *μαραντός < μαραίνω (πρβλ. μαραγγιάζω)] …   Dictionary of Greek

  • μαραζιάζω — [μαράζι] 1. προκαλώ μαράζι 2. υφίσταμαι μαρασμό, μαραίνομαι από μεγάλη στενοχώρια, μαραζώνω 3. (για φυτά και άνθη) χάνω τη θαλερότητά μου, φθίνω, μαραίνομαι, μαραγγιάζω …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»