Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

μαράγνα

См. также в других словарях:

  • μάραγνα — lash fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάραγνα — η (Α μάραγνα και σμάραγνα) νεοελλ. το μαστίγιο που χρησιμοποιείται από τους ιπποδαμαστές για τον δαμασμό τών ίππων αρχ. μαστίγιο («μάραγνα μάστιξ, ῥάβδος, ταυρεία», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαζί με την αντίστοιχη της συριακή māragnā είναι παράλληλα… …   Dictionary of Greek

  • μαράγνης — μάραγνα lash fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάραγναν — μάραγνα lash fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • MARRUGINA — in Glossis optimae notae redditur εἶδος παλεούρουἔςι δὲ ἀκανςθῶδες δένδρον, paliuri species, quoe est arbor spinosa. Ubi marrugina idem videtur, quod μάραγνα; quam vocem usurpat Chaldaeus Interpres, ad locum 1. Regum c. 12. v. 11, Pater meus… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • BIKKORETH — Hebraice Gap desc: Hebrew Levit. c. 19. v. 20. flagellatio est ptoprie, quae fiebat coriô bovinô. Tauream Latine dixeris, ut in Vulgato 2. Maccab. c. 7. v. 1. et Iuvenalis Sat. 6. v. 492. taurea punit Continuo flexi crimen facinusque capilh.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • σμάραγνα — ἡ, Α βλ. μάραγνα …   Dictionary of Greek

  • σμαραγώ — έω, Α ηχώ δυνατά, κάνω θόρυβο, κροτώ («ὅτ ἀπ οὐρανόθεν σμαραγήσῃ», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός όρος που προέρχεται από ονοματοποιία. Για το σύστημα σμαραγῶ: σμαραγή: σμάραγος, πρβλ. λαλαγῶ: λαλαγή, παταγῶ: παταγή: πάταγος. Η άποψη ότι η λ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»