Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

μαλάκυνσις

См. также в других словарях:

  • μαλάκυνση — η (Α μαλάκυνσις) [μαλακύνω] το να γίνεται κάτι μαλακό, το μαλάκωμα νεοελλ. 1. εκθήλυνση 2. ιατρ. ελάττωση και, μερικές φορές, πλήρης σχεδόν κατάργηση τής συνοχής τών στοιχείων ενός ιστού ως συνέπεια νεκροβίωσης, η οποία ακολουθεί συχνά την… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»