-
1 μαλακιών
μαλακίαsoftness: fem gen plμαλακίζομαιto be softened: fut part act masc nom sg (attic epic doric)μαλακιάωbecome soft: pres part act masc voc sgμαλακιάωbecome soft: pres part act neut nom /voc /acc sgμαλακιάωbecome soft: pres part act masc nom sg (attic epic ionic) -
2 μαλακιῶν
μαλακίαsoftness: fem gen plμαλακίζομαιto be softened: fut part act masc nom sg (attic epic doric)μαλακιάωbecome soft: pres part act masc voc sgμαλακιάωbecome soft: pres part act neut nom /voc /acc sgμαλακιάωbecome soft: pres part act masc nom sg (attic epic ionic) -
3 μαλακίων
μαλάκιαcephalopod mollusca: neut gen plμαλακίωνdarling: masc nom /voc sgμαλακιάωbecome soft: imperf ind act 3rd pl (homeric ionic)μαλακιάωbecome soft: imperf ind act 1st sg (homeric ionic) -
4 μαλακίων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαλακίων
-
5 μαλακός
Grammatical information: adj.Compounds: Compp., e.g. μαλακογνώμων `of weak mind' (A.), μαλακο-κρανεύς "Weakskull", bird-name, `gray shrike' (Arist.); Boßhardt 62, Chantraine Form. 130.Derivatives: μαλακία, - ίη (IA.), μαλακότης (Pl., Arist., Herod.) `weakness, effefeminacy'. - μαλακίων m. in address `sweetheart' (Ar. Ek. 1058; Chantraine 165); τὰ μαλάκια `molluscs' (Arist.); μαλακώδης `weakhearted' (St. Byz.). -- Denomin. verbs: 1. μαλάσσω, - ττω `make weak, soften' (Pi., IA.) with μάλαγμα n. `emollient, softening plaster, softening material' (Pl., Thphr., Ph. Bel. etc.) with μαλαγμα-τώδης (medic.), - τίζω (Zos.Alch.); μάλαξις `softening' (Thphr., Plu.); μαλακ-τήρ "weakener", μαλακός ἐλέφαντος `ivory workerer' (Plu.); - τικός `softening' (Hp., Plu.). 2. μαλακίζομαι `be softened' (Att.). 3. μαλακύνω `soften' (X., hell.) with μαλάκυνσις `softening' (Alex. Aphr.).Etymology: The nearest cognate of μαλακός seems monosyllabic βλά̄ξ (with long vowel; s. v. and Schwyzer 360); so a primary κ-deriv. If we separate the two, an n-stem as intermediate is possible (Schwyzer 496 f., Chantraine Form. 384). The basis could be the wide-spread verb `rub, meal', s. μύλη; also μέλδομαι, ἀμαλδύνω, ἀμαλός. Cf. also μαλθακός. It could be * mlh₂-k- \> *μλᾱκ- and * mlh₂-ek- \> *μαλ-ακ-.Page in Frisk: 2,165-166Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μαλακός
См. также в других словарях:
μαλακίων — μαλακίων, ωνος, ὁ (Α) (ως έκφραση αγάπης) αγαπητός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαλακός + κατάλ. ίων (πρβλ. αλγ ίων, κερδ ίων)] … Dictionary of Greek
μαλακίων — μαλάκια cephalopod mollusca neut gen pl μαλακίων darling masc nom/voc sg μαλακιάω become soft imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) μαλακιάω become soft imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλακιῶν — μαλακία softness fem gen pl μαλακίζομαι to be softened fut part act masc nom sg (attic epic doric) μαλακιάω become soft pres part act masc voc sg μαλακιάω become soft pres part act neut nom/voc/acc sg μαλακιάω become soft pres part act masc nom… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελασματοβράγχια — Υφομοταξία αμφιπλευροσυμμετρικών μαλακίων, με ατροφική ή χωρίς καθόλου κεφαλή. Η ονομασία τους οφείλεται στην παρουσία δύο φυλλοειδών βραγχίων, τα οποία αποτελούνται από ελασματοειδή βραγχιακά ινίδια. Τα ε. λέγονται και πελεκύποδα, γιατί το πόδι… … Dictionary of Greek
κεφαλόποδα — Μία από τις επτά ομοταξίες των μαλακίων. Περιλαμβάνει ζώα με αμφίπλευρη συμμετρία, τα πιο εξελιγμένα μέσα στο φύλο των μαλακίων. Τα κ. κατατάσσονται σε επτά υφομοταξίες, από τις οποίες μόνο δύο περιλαμβάνουν σύγχρονους αντιπροσώπους· αυτές είναι… … Dictionary of Greek
βελεμνίτες — Μαλάκια που έχουν εκλείψει. Πρωτοεμφανίζονται σε πετρώματα της τριαδικής περιόδου και εξαφανίζονται κατά την ηώκαινο. Οι γνήσιοι β., μεγάλης στρωματογραφικής σημασίας, χαρακτηρίζουν το μεσοζωικό κατά το οποίο πραγματοποιήθηκε η μεγαλύτερη… … Dictionary of Greek
κοχύλι ή όστρακο — Σχηματισμός λιγότερο ή περισσότερο σκληρός, ο οποίος, όταν είναι εξωτερικός, όπως συμβαίνει στις περισσότερες περιπτώσεις, προστατεύει το σώμα των μαλακίων, των βραγχιοπόδων και μερικών οστρακοδέρμων (οι δύο τελευταίες ομάδες ανήκουν στα… … Dictionary of Greek
υαλαία — (hyalea). Γένος μαλακίων της οικογένειας των υαλεϊδών. Περιλαμβάνει μικρά μαλάκια, που συναντώνται στη Μεσόγειο και σε άλλες θάλασσες. Οι υ. φέρνουν σε κάθε πλευρά από μια πτερυγιοειδή απόφυση, η οποία ενεργεί όπως το πόδι των γαστερόποδων… … Dictionary of Greek
Αλεκτρυονία — (alectryonia).Επιστημονική ονομασία γένους δίθυρων μαλακίων που ζει από τον μεσοζωικό αιώνα έως τις ημέρες μας. Ανήκει στην οικογένεια των οστρεϊδών της τάξης των ανισομυαρίων. Απολιθωμένα λείψανά τους βρέθηκαν σε ιουράσια και κρητιδικά στρώματα… … Dictionary of Greek
Αμφίνευρα — (ampineura). Ομοταξία μαλακίων. Περιλαμβάνει τα πιο πρωτόγονα μαλάκια, που μοιάζουν χαρακτηριστικά με τους δακτυλιοσκώληκες. Ζουν στις ακτές της θάλασσας και σε διάφορα βάθη από 2.000 4.000 μ. Έρπουν πάνω στα στερεά αντικείμενα του πυθμένα ή… … Dictionary of Greek
αργοναύτης — Γένος κεφαλοπόδων μαλακίων. Ο α. αναπνέει με δύο βράγχια (υφομοταξία διβραγχιωτών) και έχει στο κεφάλι του οκτώ βραχίονες με δύο σειρές κοτύλες σαν βεντούζες (πλόκαμοι) και γι’ αυτό κατατάσσεται στην τάξη των οκτωπόδων. Ζει στις τροπικές θάλασσες … Dictionary of Greek