-
1 μακεδνός
Grammatical information: adj.Meaning: `tall, taper', of trees etc. (η 106, Nic., Lyc.); also as name of a people cognate with the Dorians (Hdt.).Derivatives: Also PN Μακεδόνες pl. m. `Macedonians', sg. - ών (IA.) wiht Μακεδον-ία, - ίη, - ικός `Macedonia, -nian' (IA.), also ἡ Μακεδον-ίς (Hdt.), - ῖτις (Ael.), i.e. γῆ, - ισσα `Macedonian woman' (Stratt.); μακεδονίζω `be pro-Macedonian' (Plb., Plu.). With long medial vowel Μακηδών (Hes. Fr. 5, 2, Kall.), - δονία, - ίη (hell. poet.). Beside Μακε-δόν-ες the form μακε-δν-ός seems to show ablaut, zero grade in the suffix, which is also seen (without variant - δόν-) also in γοε-δν-ός a. o. (Solmsen Wortforsch. 46). A suffixal, mostly primary - δόν- is at home in animal-names, some appellatives as well as in nom. actionis a. o. (Chantraine Form. 360ff., Schwyzer 529 f.). Not cognate with μακ-ρός, μῆκ-ος; cf. Specht Ursprung 199 u. 345. A by-form is Μακέτης (Gell.), f. - τις (Str., AP) and - τία, τη (AP), - τᾰ (pap.; Mayser 1: 3, 24); cf. οἰκέτης etc.; s. Schwyzer 498 n. 13, Krahe ZONF 11, 90. -Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: After Fick BB 26, 242 the Μακεδόνες were prop. "Highlanders" (beside Μακέτα *'Highland'). New, very daring and hypothetical interpretation by Pisani Arch. glottol. it. 33, 72: from *Μακι-κεδόνες "of who the Earth is high", from μακ-ι- (: μακ-ρός) and a Maced. word agreeing with χθών (s.v.); the second member is more than doubtful; the whole must be rejected. Doubts on the Greek origin of Μακεδόνες by Krahe Glotta 17, 159. -- Cf. μηκεδανός to μῆκος. Fur. does not discuss the forms. The name seems rather non-IE, so Pre-Greek; cf. Λακεδαίμων (cf. Fick, Vorgr. Ortsnamen 90). An analysis μακε-δνος is impossible in an IE word; also the form with τ points to Pre-Greek. The meaning of the adj. strongly suggests that it is cognate with μακρός, but this can hardly be accounted for in IE morphology.Page in Frisk: 2,163Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μακεδνός
См. также в других словарях:
μικρός — ή, ό (ΑΜ μικρός και σμικρός, όν, θηλ. μικρά και σμικρά Α και δωρ. και ιων. τ. μικκός, όν) 1. αυτός που έχει μικρές διαστάσεις, που είναι περιορισμένος ως προς το μήκος, το μέγεθος, τον όγκο ή την επιφάνεια (α. «μικρό χωράφι» β. «Τυδεύς τοι μικρὸς … Dictionary of Greek
γαμπρός — ο (AM γαμβρός) 1. σύζυγος τής θυγατέρας κάποιου 2. σύζυγος τής αδελφής 3. ο νιόπαντρος ή εκείνος που ετοιμάζεται να παντρευτεί, ο μνηστήρας νεοελλ. 1. καθένας που βρίσκεται σε ηλικία γάμου ή θέλει να παντρευτεί 2. φρ. α) «σαν θέλει η νύφη κι ο… … Dictionary of Greek
μακεδνός — μακεδνός, ή, όν (Α) 1. μακρύς, ψηλός («ἐλάτῃσι μακεδναῑς», Νίκ.) 2. δωρικός («Δωρικόν τε καὶ Μακεδνὸν ἔθνος», Ηρόδ.) 3. (κατά τον Ησύχ.) «μακεδνὰ σκῡλα τὰ οὐράνια καὶ μεγάλα, ἢ ὅ,τι τρόπαια μετέωρα ἵσταται». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μακ εδνός ανάγεται στην… … Dictionary of Greek
Ανταρκτική — Επιστημονική ονομασία της ηπειρωτικής περιοχής που είναι γνωστή κυρίως ως Νότιος Πόλος. Εκτείνεται γύρω από τον Νότιο Πόλο, βρίσκεται ολόκληρη Ν του Νότιου Πολικού Κύκλου και περιβάλλεται από τα νότια τμήματα του Ειρηνικού, του Ινδικού και του… … Dictionary of Greek
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek
Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… … Dictionary of Greek
Αρκτικός ωκεανός — Θαλάσσια έκταση (13.980.000 τ.χλμ.) που εκτείνεται στην περιοχή του Βόρειου Πόλου και περιβάλλεται κατά μεγάλο μέρος από στεριά· βρέχει τις βόρειες περιοχές της Ασίας, της Ευρώπης και της Αμερικής. Τα όριά του είναι σαφή προς την πλευρά του… … Dictionary of Greek
Αμούνδσεν, Ρόαλντ — (Roald Engelbregt Grauning Amundsen, Μπόργκε, Νορβηγία 1872 – Βόρειος Παγωμένος ωκεανός 1928). Νορβηγός εξερευνητής. Η αγάπη του για τις περιπέτειες και το μεγάλο πάθος του για τη θάλασσα τον βοήθησαν να γίνει βαθύς γνώστης του Βόρειου και του… … Dictionary of Greek