Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

μακρότερος

См. также в других словарях:

  • μακρότερος — μακρός long masc nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ερώτημα — και ρώτημα, το (AM ἐρώτημα) [ερωτώ] απορία για διευκρίνηση, πρόβλημα για λύση («μακρότερος λόγος ἐδόθη τῆς πρὸς τὸ ἐρώτημα ἀποκρίσεως», Θουκ.) νεοελλ. 1. πρόταση που υποβάλλεται σε κάποια αρμόδια αρχή ή υπηρεσία και με την οποία ζητείται απάντηση …   Dictionary of Greek

  • μάσσων — μάσσων, ὁ, ή, ουδ. μᾱσσον (Α) (ανώμαλ. ποιητ. συγκριτ. τού μακρός) μακρότερος, μεγαλύτερος («ἐὰν μὴ πολὺ μάσσων ἡ ὁδὸς ᾖ», Ξεν.). επίρρ... μᾱσσον (Α) περισσότερο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μάσσων (< *μακ jων) είναι ανώμαλος συγκριτικός τού επιθ. μακρός*,… …   Dictionary of Greek

  • μακροτέρω — (Α) επίρρ. σε μεγαλύτερη απόσταση, μακρύτερα, περαιτέρω, παρέκει. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρότερος, συγκρ. τού μακρός] …   Dictionary of Greek

  • μακροτέρως — (Α) επίρρ. 1. για πολύ, για περισσότερο χρόνο 2. σε μεγαλύτερο, σε μέγιστο βαθμό 3. στο απώτερο σημείο («διὸ ἧττον ἡδὺ [ἡ εἰκὼν] ὅτι μακροτέρως», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρότερος, συγκρ. τού μακρός] …   Dictionary of Greek

  • πήχυς — εως, ο / πῆχυς, εως και εος, ΝΜΑ, και πήχη, η, ΝΜ, και πήχης, ο, και πήχυ ή πήχι, ιού, το, Ν, αιολ. τ. πᾱχυς, ὁ, Α το αντιβράχιο, το τμήμα τού χεριού που περιλαμβάνεται από τον αγκώνα έως τον καρπό, έως την πηχεοκαρπική άρθρωση νεοελλ. αρχ. ο… …   Dictionary of Greek

  • πλείων — πλείον και πλέων, πλέον, ΝΜΑ / πλείων, πλεῑον, αιολ. και δωρ. τ. αρσ. πλήων, αττ. συνηρ. τ. ουδ. πλεῑν και κρητ. τ. πλίον και ιων. τ. πλεῡν και αρκαδ. τ. πλός, Α (ως συγκριτ. βαθμός τού επιθ. πολύς) 1. (σχετικά με ποσότητα, μέγεθος, έκταση και… …   Dictionary of Greek

  • ψυχομετρία — Κλάδος της ψυχολογίας, που έχει ως αντικείμενο τη μαθηματική μέτρηση των ψυχικών φαινομένων. Η επιστήμη αυτή, που διαμορφώθηκε από τον φιλόσοφο και μαθηματικό Κ. Βολφ στις αρχές του 18ου αι., μόνο σε νεότερη εποχή βρήκε την πρακτική εφαρμογή της… …   Dictionary of Greek

  • Οράγγης — (Orαnje). Ποταμός (περίπου 1.860 χλμ.) της Αφρικής, ο μακρότερος στο νότιο τμήμα της ηπείρου, που σχηματίζεται από τη συμβολή σε ένα μοναδικό ρου μεγάλου μέρους των χειμάρρων που κατέρχονται στο Λεσότο, από τη νότια πλευρά των ορέων Μοντ ω Σουρς …   Dictionary of Greek

  • Πελοποννησιακός πόλεμος — Ο μακρότερος και αιματηρότερος πόλεμος μεταξύ των ελληνικών κρατών της αρχαιότητας (431 – 404 π.Χ.). Σε αυτόν βρέθηκαν αντιμέτωπες οι δύο μεγαλύτερες πόλεις της αρχαίας Ελλάδας, η Αθήνα και η Σπάρτη, πλαισιωμένες αντίστοιχα από τις συμμαχίες τους …   Dictionary of Greek

  • ԵՐԿԱՅՆԱԳՈՅՆ — (գունի, ից.) NBH 1 0688 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 10c, 13c ա. μακρότερος longior Առաւել երկայն կամ երկար. *Քան զյոյժ երկայնագոյնսն եւ բարձրագոյնսն (ի լերանց). Փիլ. լին.: *Զորոց կարի երկայնագոյն է այժմ ասել. Կամրջ.: *Երկայնագոյն …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»