-
1 màzati
màzati Grammatical information: v. Accent paradigm: a Proto-Slavic meaning: `smear, anoint'Page in Trubačev: XVIII 23-25Old Church Slavic:Russian:mázat' `smear, oil, grease' [verb], mážu [1sg], mážet [3sg]Czech:Slovak:Polish:mazać `smear' [verb]Serbo-Croatian:mȁzati `smear, grease, paint' [verb], mȁžēm [1sg];Čak. mȁzati (Vrgada) `soil, besmirch' [verb], mȁžeš [2sg];mȁzati `smear, grease, paint' [verb];Čak. mȁzat (Orbanići) `smear, grease' [verb], mȃžen [1sg]Slovene:mázati `smear, grease, paint' [verb], mȃžem [1sg]Proto-Balto-Slavic reconstruction: moʔź-Lithuanian:mė́žti `manure, muck out'Latvian:muõzêt `gobble, pound, fool, harass, beat' [verb]Page in Pokorny: 696Comments: For the time being I have grouped together Slavic *màzati and Lith. mė́žti `manure, muck out', Latv. mêzt `muck out, sweep' and muõzêt `gobble, pound etc.' (cf. Oštir 1912: 214, Fraenkel I: 444). It seems to me that the Baltic words can be linked semantically to *màzati `smear' if we start from a meaning `smear, wipe, sweep' (for the semantic development attested in muõzêt, cf. Ru. smázat' `strike a blow', MoDu. (dial.) afsmeren `give s.o. a beating'). Another possibility would be to connect *màzati with Gk. μάσσω (aor. pass. μαγη̃ναι) `knead' (provided that the root is not μακ- instead of μαγ-, which, according to Chantraine (670), cannot be determined), Arm. macanim `thicken, stick together' and OHG mahhōn, OS makōn etc. `make'. This would entail a reconstruction *meh₂ǵ- (*maǵ- in Pokorny), which would preclude a connection with mė́žti, Latv. mêzt.
См. также в других словарях:
Manglabites — The Manglabites or Manglavites (Greek: μαγ[γ]λαβίται, manglabitai; sing. μαγ[γ]λαβίτης, manglabitēs) were a corps of bodyguards in the Byzantine Empire. Their name derives from the term manglabion (μαγγλάβιον, cudgel ) which was also used to… … Wikipedia
Manglabitas — Los Manglabitas (griego:μαγ[γ]λαβίται, manglabitai; sing. μαγ[γ]λαβίτης, manglabitēs) era un cuerpo de escolta personal del emperador en el Imperio bizantino. Contenido 1 Etimología 2 Historia 3 Vikingos 4 … Wikipedia Español
μάγμα — Μάζα σε υγρή κατάσταση (τήγμα) που υπάρχει σε ορισμένες βαθιές ζώνες του φλοιού της Γης (μαγματικές φωλιές). Όταν το μ. απομακρυνθεί από αυτές τις μαγματικές εστίες, όπου η θερμοκρασία είναι πολύ υψηλή, υφίσταται βραδεία ψύξη, σε μεγάλο βέβαια… … Dictionary of Greek
μάσσω — (AM, Α αττ. τ. μάττω) 1. ζυμώνω, πιέζω ζύμη μέσα σε ένα καλούπι, ειδικά για μικρές κρίθινες πίτες που τίς έτρωγαν χωρίς να τίς ψήσουν («οὐδεὶς γὰρ αίῃ με μάττοντ ἐσθίειν», Αριστοφ.) 2. κατεργάζομαι, μαλάσσω, «δουλεύω» κάτι με το χέρι, ζυμώνω… … Dictionary of Greek
μαγίς — μαγίς, ίδος, ἡ (Α) 1. πλακούντας, πίτα, ιδίως μικρή πίτα που περιείχε τυρί και προσφερόταν στην Εκάτη και στον Τροφώνιο («ἀπὸ τοῡ μάττειν, ἀφ οὗ καὶ ἡ μᾱζα αὐτὴ ὠνομάσθη καὶ ἡ παρὰ Κυπρίοις καλουμένη μαγίς», Αθήν.) 2. άρτος ή γλύκισμα από αλεύρι… … Dictionary of Greek
μαγεύς — μαγεύς( έως, ὁ, ονομ. πληθ. κατά τον Ησύχ. μαγῆες (Α) 1. αυτός που ζυμώνει ψωμί, ζυμωτής 2. (για σπόγγο) αυτός που απομάσσει, που σφογγίζει κάτι 3. (κατά τον Ησύχ.) «μαγῆες οἰκονόμοι δείπνου» και «μαγῆες τὰ ἄλφιτα μάττοντες». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μαγ … Dictionary of Greek
μαγμός — μαγμός, ὁ (Α) 1. απόμαξη, καθάρισμα, σφούγγισμα 2. (κατά τον Ησύχ.) «τὸ καθάρσιον». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μαγ (πρβλ. ἐ μάγ ην, παθ. αόρ. τού μάσσω «ζυμώνω, μαλάσσω») + κατάλ. μός] … Dictionary of Greek
-ισσα — (ΑΜ ισσα) αρχικά < * ik yă στα θηλυκά ορισμένων εθνικών ονομάτων (πρβλ. Φοῑνιξ, θηλ. Φοίνισσα < *Φοίνικ yα, Κίλιξ, θηλ. Κίλισσα < *Κίλικ yα). Η κατάλ. ισσα εμφανίζεται σπάνια μέχρι και τους κλασικούς χρόνους είτε ως προϊόν αναλογίας… … Dictionary of Greek
ενθυμία — ἐνθυμία, η (Α) 1. σκέψη, φροντίδα για κάτι, υποψία, αμφιβολία, δυσπιστία («ἐς ἐνθυμίαν τοῑς Λακεδαιμονίοις ἀεὶ προβαλλόμενος ὑπ αὐτῶν» επειδή αυτοί [οι εχθροί του] διαρκώς προσπαθούσαν να δημιουργήσουν στους Λακεδαιμονίους υποψία, δυσπιστία, Θουκ … Dictionary of Greek
μάζα — I (Κοινων.). Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται μια ανθρώπινη ομάδα που καθορίζεται με ποικίλους τρόπους και η οποία, κατά κάποιον τρόπο, διαμορφώνει τη συνείδηση και τη συμπεριφορά των ατόμων που την αποτελούν. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε ιδιαίτερα σε… … Dictionary of Greek
μαγιστριανός — μαγιστριανός, ὁ (Α) μέλος τής υπηρεσίας τού μαγίστρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάγιστρος + κατάλ. ιανός (πρβλ. μαγ ιανός)] … Dictionary of Greek