Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

μαγνητική

См. также в других словарях:

  • μαγνητική διαπερατότητα — Η ιδιότητα των σωμάτων να είναι διαπερατά από μαγνητικές γραμμές· ακριβέστερα, ως (σχετική) μ.δ. ενός σώματος ορίζεται ο λόγος της μαγνητικής ροής που το διαρρέει όταν αυτό βρίσκεται εντός ομογενούς μαγνητικού πεδίου, προς τη μαγνητική ροή μιας… …   Dictionary of Greek

  • μαγνητική αδράνεια — Στα περισσότερα σιδηρομαγνητικά υλικά παρατηρείται μια χρονική καθυστέρηση μεταξύ της εφαρμογής ενός μαγνητικού πεδίου και της μαγνήτισης του υλικού (προσανατολισμός των ατομικών μαγνητικών ροπών παράλληλα με το εξωτερικό πεδίο), που μπορεί να… …   Dictionary of Greek

  • μαγνητική εστίαση — Τύπος εστίασης που βασίζεται στην επίδραση ενός μαγνητικού πεδίου. Η όλη διαδικασία μοιάζει πολύ με τον γνωστό σχηματισμό του ειδώλου ενός αντικειμένου από μια δέσμη φωτός. Στη συγκεκριμένη περίπτωση το είδωλο θα σχηματιστεί από μια ακτίνα… …   Dictionary of Greek

  • μαγνητική ταινία — Εύκαμπτη ταινία καλυμμένη από τη μία όψη με επίστρωση που μπορεί να μαγνητιστεί. Πάνω στην επίστρωση αυτή αποθηκεύονται αναλογικά ή ψηφιακά δεδομένα κατά μήκος ιχνών. Στην περίπτωση των αναλογικών δεδομένων η μ.τ. χρησιμοποιείται για καταγραφή… …   Dictionary of Greek

  • ακαμψία, μαγνητική — Το γινόμενο της ακτίνας καμπυλότητας της τροχιάς ενός σωματίου που κινείται μέσα σε ένα μαγνητικό πεδίο με τη μαγνητική επαγωγή του πεδίου. Αν ρ είναι η ακτίνα της κυκλικής τροχιάς που διαγράφει ένα φορτισμένο σωμάτιο, όταν κινείται σε ένα… …   Dictionary of Greek

  • πυξίδα — Όργανο το οποίο, βασιζόμενο σε μαγνητικές και μηχανικές ιδιότητες, παρέχει άμεσο προσανατολισμό προς σταθερές κατευθύνσεις, όπως είναι ο γήινος μαγνητικός άξονας ή ο άξονας περιστροφής της Γης. Η αρχαιότερη και πιο διαδεδομένη εφαρμογή της π.… …   Dictionary of Greek

  • ήχου, εγγραφή — Σύνολο τεχνικών λειτουργιών που επιτρέπουν τη μεταφορά των χαρακτηριστικών του ήχου πάνω σε ένα κατάλληλο υλικό, ικανό να το διατηρεί και να το αναπαράγει. Η ε.ή. μπορεί να γίνει με μεθόδους οπτικο φωτογραφικές (που χρησιμοποιούνται για τον… …   Dictionary of Greek

  • μαγνητισμός — Θεμελιώδες κεφάλαιο της φυσικής που αναφέρεται στις μαγνητικές αλληλεπιδράσεις των σωμάτων. Αρχικά μελετήθηκε ως μεμονωμένη περιοχή της φυσικής, αλλά γρήγορα έγινε αντιληπτό το γεγονός ότι οι μαγνητικές δυνάμεις αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των… …   Dictionary of Greek

  • μαγνητόφωνο — Συσκευή, η λειτουργία της οποίας βασίζεται σε μαγνητικά φαινόμενα και η οποία χρησιμοποιείται για την εγγραφή, σε ειδική ταινία, και την αναπαραγωγή ήχων. Ουσιαστικά βασίζεται στη δυνατότητα μαγνήτισης εξ επαγωγής ενός στρώματος οξειδίου του… …   Dictionary of Greek

  • πόλωση — Φαινόμενο χαρακτηριστικό των εγκάρσιων κυμάτων –ιδιαίτερα των φωτεινών– που συνίσταται στην ταλάντωση των κυμάτων κατά ένα ορισμένο επίπεδο, το οποίο περιέχει τη διεύθυνση διάδοσης· το κάθετο επίπεδο προς εκείνο στο οποίο γίνεται η ταλάντωση… …   Dictionary of Greek

  • γεωμαγνητισμός ή γήινος μαγνητισμός — Όρος που αφορά το μαγνητικό πεδίο της Γης και την περιοχή του Διαστήματος κοντά στη Γη. Αποτελεί ιδιαίτερο κλάδο της γεωφυσικής και ασχολείται με τη μελέτη του γήινου μαγνητικού πεδίου και των μεταβολών του, καθώς και με τα γεωφυσικά φαινόμενα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»