-
1 магнитный
επ.μαγνητικός•-ая сила μαγνητική δύναμη•
-ые тела μαγνητικά σώματα.
εκφρ.- ая аномалия – μαγνητική απόκλιση•-ая буря; -ое возмущение – (φυσ.) μαγνητική θύελλα•магнитный железняк – βλ. магнетит. магнитный меридиан μαγνητικός μεσημβρινός•- ое наклонение – (φυσ.) μαγνητική απόκλιση/ -ое поле μαγνητικό πεδίο•магнитный полюс – μαγνητικός πόλος•- ая стрелка – μαγνητική βελόνη•магнитный экватор – μαγνητικός ισημερινός. -
2 лента
η ταινία, ο ιμάνταςτο λουρίпробная (тлф.) - δοκιμαστική -программная вчт. - του προγράμματοςпустая - вчт. κενή -сантиметровая - η μετρική ταινία, разг. η μεζούραтормозная - ο ιμάντας φρένου/πέδηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > лента
-
3 момент
1. (физ., мех.) η ροπή- затяжки (напр. винта гайки) - σύσφιξηςкинетический - см. - импульса - количества движения см. - импульса - коррекции (в гироскопических приборах) - της τροποποίησης- крена (ав.мор.) - της κλίσηςкренящий - см. - крена критический - κρίσιμη -крутящий - см. - кручения - кручения - της στρέψης, στρέφουσα -- площади статический - του εμβαδού, στατικήтормозной - του φρένου/της πέδηςугловой - см. - импульса ускоряющий - της επιτάχυνσης2. (миг, мгновение) ηστιγμή 3. (отдельная сторона какого-л. явления) τοστοιχείο, η πλευρά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > момент
-
4 проводимость
1. (явление или процесс переноса заряда) ή μετάδοση, η μεταβίβαση 2. (количественная оценка процесса переноса заряда) η αγωγιμότηταмагнитная - μαγνητική -, η μαγνητική διαπερατότητα3. биол. η αγωγιμότητα, η διαπεραστικότητα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > проводимость
-
5 рассеяние
1. (физ., рад.) η σκέδαση, атмосферное - ατμοσφαιρική -, беспорядочное - ακανόνιστη -магнитное - (поток рассеяния) μαγνητική -, η μαγνητική διαρροή2. (света) η διάχυση, η διασκόρπιση, ο διασκορπισμός, η σκέδαση 3. (мощности, энергии) η διάχυση, η απώλεια 4. (разброс данных) η διασποράРусско-греческий словарь научных и технических терминов > рассеяние
-
6 сопротивление
1. (свойство) η αντίσταση, η αντίδραση, η αντοχήповерхностное - της επιφάνειας, επιφανειακή -разрядное - προληπτική - των εκκενώσεων/εκφορτώσεων- сдвигу η αντοχή σε διάτρηση, η διατμική αντοχήтепловое - см. термическое -2. (резистор) о αντισ-τάτης 3. (аргд.) η οπισθέλκουσα του κύματοςбалансировочное (аргд.) η οπισθέλκουσαεξισορρόπησηвихревое - (аргд.) - τωνδινώνлобовое - (аргд.) η μετωπική οπισθέλκουσαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сопротивление
-
7 аномалия
η ανωμαλίαистинная - астр. η πραγματική απόκλισηсредняя - астр. η μέση απόκλισηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > аномалия
-
8 антенна
η κεραίαтелевизионная - της τηλεόρασης, τηλεοπτική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > антенна
-
9 брусок
1. тех. η μακρόστενη ράβδος 2. (ватервейсо-вый) мор. η πλευρική σανίδα του καταστρώματοςη υδρορροή3. (точильный камень) η ρίνη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > брусок
-
10 буря
η θύελλα, η καταιγίδα, η μπόρα, (на море) η τρικυμίαмагнитная физ. - μαγνητική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > буря
-
11 буссоль
(геод.) η πυξίδα, разг. о μπούσουλαςмагнитная - μαγνητική -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > буссоль
-
12 возмущение
1. астр. η διαταραχή атмосферное - ατμοσφαιρική - 2. (негодо-вание, недовольство) η αγανάκτηση, η αναστάτωση, η διαμαρτυρία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > возмущение
-
13 гидродинамика
η υδροδυναμικήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > гидродинамика
-
14 гироскоп
το γυροσκόπιοкорректировать - διορθώνω/ρυθμίζω τοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > гироскоп
-
15 девиация
η παρεκτροπήη παρέκκλιση♦компенсировать - ю διορθώνω την -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > девиация
-
16 дефектоскопия
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дефектоскопия
-
17 диполь
1. (система двух зарядов) το δίπολο, το μόριο με ηλεκτρική κίνηση 2. (тип антенны) η διπολική κεραία 3. (магнитный) το μαγνητικό δίπολο, η μαγνητική διπολική ροπή 4. (электрический) η ηλεκτρική διπολική ροπή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > диполь
-
18 замок
1. (устройство для запирания чего-л.) η κλειδαριάвисячий - κρεμαστή -, το λουκέτο (ξεν)дверной - της θύρας/πόρτας2. (соединение деревянных конструкций) η ένωση (στις ξύλινες κατασκευές)поперечный внакладку - (дер - об.) εγκάρσια -3. арх. (замковый камень) η κλείς του θόλου 4. (в металлических соединениях) η ένωσηбайонетный - τύπου μπαγιονέτ/μάχαιρα/ξιφολόγχηштыковой - см. байонетныйРусско-греческий словарь научных и технических терминов > замок
-
19 запаздывание
η υστέρηση, η καθυστέρηση, η αργοπορίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > запаздывание
-
20 запись
1. (процесс, результат) η εγγραφήголографическая - ολογραφική -, τοολόγραμμα2. вчт. η εγγραφή, η καταγραφή* автоматическая - αυτόματη - 3. (напр в журнале) η εγγραφή 4. (система записи) (чисел) ηπαράσταση (των αριθμών)сокращённая - (слов) η συντομογραφία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > запись
См. также в других словарях:
μαγνητική διαπερατότητα — Η ιδιότητα των σωμάτων να είναι διαπερατά από μαγνητικές γραμμές· ακριβέστερα, ως (σχετική) μ.δ. ενός σώματος ορίζεται ο λόγος της μαγνητικής ροής που το διαρρέει όταν αυτό βρίσκεται εντός ομογενούς μαγνητικού πεδίου, προς τη μαγνητική ροή μιας… … Dictionary of Greek
μαγνητική αδράνεια — Στα περισσότερα σιδηρομαγνητικά υλικά παρατηρείται μια χρονική καθυστέρηση μεταξύ της εφαρμογής ενός μαγνητικού πεδίου και της μαγνήτισης του υλικού (προσανατολισμός των ατομικών μαγνητικών ροπών παράλληλα με το εξωτερικό πεδίο), που μπορεί να… … Dictionary of Greek
μαγνητική εστίαση — Τύπος εστίασης που βασίζεται στην επίδραση ενός μαγνητικού πεδίου. Η όλη διαδικασία μοιάζει πολύ με τον γνωστό σχηματισμό του ειδώλου ενός αντικειμένου από μια δέσμη φωτός. Στη συγκεκριμένη περίπτωση το είδωλο θα σχηματιστεί από μια ακτίνα… … Dictionary of Greek
μαγνητική ταινία — Εύκαμπτη ταινία καλυμμένη από τη μία όψη με επίστρωση που μπορεί να μαγνητιστεί. Πάνω στην επίστρωση αυτή αποθηκεύονται αναλογικά ή ψηφιακά δεδομένα κατά μήκος ιχνών. Στην περίπτωση των αναλογικών δεδομένων η μ.τ. χρησιμοποιείται για καταγραφή… … Dictionary of Greek
ακαμψία, μαγνητική — Το γινόμενο της ακτίνας καμπυλότητας της τροχιάς ενός σωματίου που κινείται μέσα σε ένα μαγνητικό πεδίο με τη μαγνητική επαγωγή του πεδίου. Αν ρ είναι η ακτίνα της κυκλικής τροχιάς που διαγράφει ένα φορτισμένο σωμάτιο, όταν κινείται σε ένα… … Dictionary of Greek
πυξίδα — Όργανο το οποίο, βασιζόμενο σε μαγνητικές και μηχανικές ιδιότητες, παρέχει άμεσο προσανατολισμό προς σταθερές κατευθύνσεις, όπως είναι ο γήινος μαγνητικός άξονας ή ο άξονας περιστροφής της Γης. Η αρχαιότερη και πιο διαδεδομένη εφαρμογή της π.… … Dictionary of Greek
ήχου, εγγραφή — Σύνολο τεχνικών λειτουργιών που επιτρέπουν τη μεταφορά των χαρακτηριστικών του ήχου πάνω σε ένα κατάλληλο υλικό, ικανό να το διατηρεί και να το αναπαράγει. Η ε.ή. μπορεί να γίνει με μεθόδους οπτικο φωτογραφικές (που χρησιμοποιούνται για τον… … Dictionary of Greek
μαγνητισμός — Θεμελιώδες κεφάλαιο της φυσικής που αναφέρεται στις μαγνητικές αλληλεπιδράσεις των σωμάτων. Αρχικά μελετήθηκε ως μεμονωμένη περιοχή της φυσικής, αλλά γρήγορα έγινε αντιληπτό το γεγονός ότι οι μαγνητικές δυνάμεις αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των… … Dictionary of Greek
μαγνητόφωνο — Συσκευή, η λειτουργία της οποίας βασίζεται σε μαγνητικά φαινόμενα και η οποία χρησιμοποιείται για την εγγραφή, σε ειδική ταινία, και την αναπαραγωγή ήχων. Ουσιαστικά βασίζεται στη δυνατότητα μαγνήτισης εξ επαγωγής ενός στρώματος οξειδίου του… … Dictionary of Greek
πόλωση — Φαινόμενο χαρακτηριστικό των εγκάρσιων κυμάτων –ιδιαίτερα των φωτεινών– που συνίσταται στην ταλάντωση των κυμάτων κατά ένα ορισμένο επίπεδο, το οποίο περιέχει τη διεύθυνση διάδοσης· το κάθετο επίπεδο προς εκείνο στο οποίο γίνεται η ταλάντωση… … Dictionary of Greek
γεωμαγνητισμός ή γήινος μαγνητισμός — Όρος που αφορά το μαγνητικό πεδίο της Γης και την περιοχή του Διαστήματος κοντά στη Γη. Αποτελεί ιδιαίτερο κλάδο της γεωφυσικής και ασχολείται με τη μελέτη του γήινου μαγνητικού πεδίου και των μεταβολών του, καθώς και με τα γεωφυσικά φαινόμενα… … Dictionary of Greek