-
1 ποδ-εκ-μαγεῖον
ποδ-εκ-μαγεῖον, τό, auch ποδεκμάγιον, Tuch, die Füße abzuwischen, Gloss.
См. также в других словарях:
ποδεκμαγείον — και ποδεκμάγιον, τὸ, Α κομμάτι υφάσματος για το σκούπισμα τών ποδιών, πετσέτα για τα πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + ἐκμαγεῖον «πετσέτα»] … Dictionary of Greek