-
1 μηνίγγι
templeΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > μηνίγγι
-
2 ἐπισύρω
A drag or trail after one,τὼ πόδε D.L.1.81
;χλαμύδα λαμπράν Posidon.36
J.:—[voice] Med.,ποδήρεις χιτῶνας Luc.VH2.46
; φελλούς ib.45 ;φόρτον Porph.VP25
;γυναῖκας J.BJ4.1.10
: —[voice] Pass., crawl or creep along,ἐπὶ τῆς γῆς X.Cyn.5.13
, cf.Ael.NA2.23 ; to be drawn over, rub against,μήνιγγι Heliod.
ap. Orib.46.19.2 ; to be trailed on the ground, Ph.2.148 ; to be protracted, Just.Nov.42.1.2.3 [voice] Med., draw over oneself,δέρμα αἰγός Longus3.24
.b draw up by friction, Steph.in Gal.1.326D.4 [voice] Pass., to be impeded in movements, Aret.SD1.7.II c. acc., do in a slovenly, careless way, slur over, evade intentionally, τὰ πράγματα Lys,26.3 ;τὰς πράξεις Plb.29.12.6
;γραφήν D.H.1.7
(v.l. ὑπο- ; βίον Jul.Gal. 43b ([voice] Pass.): abs.,ἐπισύροντες ἐροῦσι D.20.131
;ἐπισύρων γέγραφα Jul.Ep.4
;ἐ. ἐν ταῖς πράξεσι
to be negligent,M.Ant.
8.51 ;καταφρονεῖν ὧν οὐκ οἶδεν καὶ ἐπισύρειν Porph.Abst.2.53
: in this sense freq. in [tense] pf. part. [voice] Pass., slurred over, neglected, Plb.16.20.3 ; τὸ -μένον [ τῶν λέξεων] Phld.Rh.1.49 S. ; slovenly, hastily written,Luc.
DMeretr.10.3 ; φθέγγεσθαι ἐ. τι καὶ συνεχὲς καὶἐπίτροχον Id.Nav.2
; χρέμπτεσθαι ἐ. Ps.-Luc.Philopatr.20 ; ἐ. καὶ ῥυπαρός slovenly and dirty, of a man, D.L.1.81 ; ἐ. ἤθη lax morals, Procl.in Prm.p.553S. Adv. carelessly,Epict.
Ench.31, Sch.Ar.Ra. 1545.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπισύρω
См. также в других словарях:
μηνίγγι — και μηλίγγι και μελίγγι, το (Α μηνίγγιον) η μήνιγγα αρχ. υποκορ. τού μῆνιγξ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηνίγγ ιον, υποκορ. τού μῆνιγξ, ιγγος. Ο τ. μηλίγγι < μηνίγγι με ανομοιωτική τροπή τού ν σε λ , ενώ ο τ. μελίγγι < μηλίγγι με τροπή τού η σε ε από… … Dictionary of Greek
επιστάζω — (AM ἐπιστάζω) [στάζω] στάζω, αφήνω να πέσει σταγόνα σταγόνα επάνω σε μια επιφάνεια (α. «ρόδινον ἔλαιον ἐπιστάζειν τῇ μήνιγγι» β. «τερπνὰν ἐπιστάζων χάριν») αρχ. παθαίνω νέα αιμορραγία τής μύτης … Dictionary of Greek
μήνιγγα — η (Α μῆνιγξ, ιγγος) καθένα από τα τρία μεμβρανώδη περιβλήματα χοριοειδής, αραχνοειδής και σκληρά μήνιγγα τα οποία περιβάλλουν τον εγκέφαλο και τον νωτιαίο μυελό νεοελλ. στον πληθ. οι μήνιγγες ονομασία τών κροτάφων, τα μηλίγγια αρχ. 1. το τύμπανο… … Dictionary of Greek
μηλίγγι — το βλ. μηνίγγι … Dictionary of Greek
μηνίγγιον — μηνίγγιον, τὸ (Α) βλ. μηνίγγι … Dictionary of Greek
μύριγγα — η ανατ. η μεμβράνη τού τυμπάνου τού αφτιού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. myringa < μσν. λατ. miringa, άλλη μορφή τού υστερολατ. mininga / meninga < μῆνιγξ «μηνίγγι»] … Dictionary of Greek
μήνιγγα — μήνιγγα, η και μηνίγγι, το 1. καθεμιά από τις τρεις μεμβράνες που περιβάλλουν τον εγκέφαλο και το νωτιαίο μυελό. 2. στον πληθ., οι μήνιγγες οι κρόταφοι, τα μηλίγγια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)