Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

μήνιγγι

См. также в других словарях:

  • μηνίγγι — και μηλίγγι και μελίγγι, το (Α μηνίγγιον) η μήνιγγα αρχ. υποκορ. τού μῆνιγξ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηνίγγ ιον, υποκορ. τού μῆνιγξ, ιγγος. Ο τ. μηλίγγι < μηνίγγι με ανομοιωτική τροπή τού ν σε λ , ενώ ο τ. μελίγγι < μηλίγγι με τροπή τού η σε ε από… …   Dictionary of Greek

  • επιστάζω — (AM ἐπιστάζω) [στάζω] στάζω, αφήνω να πέσει σταγόνα σταγόνα επάνω σε μια επιφάνεια (α. «ρόδινον ἔλαιον ἐπιστάζειν τῇ μήνιγγι» β. «τερπνὰν ἐπιστάζων χάριν») αρχ. παθαίνω νέα αιμορραγία τής μύτης …   Dictionary of Greek

  • μήνιγγα — η (Α μῆνιγξ, ιγγος) καθένα από τα τρία μεμβρανώδη περιβλήματα χοριοειδής, αραχνοειδής και σκληρά μήνιγγα τα οποία περιβάλλουν τον εγκέφαλο και τον νωτιαίο μυελό νεοελλ. στον πληθ. οι μήνιγγες ονομασία τών κροτάφων, τα μηλίγγια αρχ. 1. το τύμπανο… …   Dictionary of Greek

  • μηλίγγι — το βλ. μηνίγγι …   Dictionary of Greek

  • μηνίγγιον — μηνίγγιον, τὸ (Α) βλ. μηνίγγι …   Dictionary of Greek

  • μύριγγα — η ανατ. η μεμβράνη τού τυμπάνου τού αφτιού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. myringa < μσν. λατ. miringa, άλλη μορφή τού υστερολατ. mininga / meninga < μῆνιγξ «μηνίγγι»] …   Dictionary of Greek

  • μήνιγγα — μήνιγγα, η και μηνίγγι, το 1. καθεμιά από τις τρεις μεμβράνες που περιβάλλουν τον εγκέφαλο και το νωτιαίο μυελό. 2. στον πληθ., οι μήνιγγες οι κρόταφοι, τα μηλίγγια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»