-
1 μεγάδωρος
μεγά-δωρος, ον,A = μεγαλόδωρος, ἄρουρα Opp.C.3.29.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεγάδωρος
См. также в других словарях:
μεγάδωρος — μεγάδωρος, ον (Α) μεγα λόδωρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα * + δωρος (< δῶρον), πρβλ. γενναιό δωρος] … Dictionary of Greek
μεγαλόδωρος — η, ο (ΑM μεγαλόδωρος, ον) 1. αυτός που δίνει μεγάλα και πλούσια δώρα, γενναιόδωρος 2. το ουδ. ως ουσ. το μεγαλόδωρο(ν) η μεγαλοδωρία («τὸ φιλόδωρον καὶ μεγαλόδωρον», Πλούτ.). επίρρ... μεγαλοδώρως (Α) με γενναιοδωρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) +… … Dictionary of Greek