Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

μάστ-ιξ

См. также в других словарях:

  • μαστιχώ — μαστιχῶ, άω (Α) 1. τρίζω, κριτσανίζω τα δόντια 2. μέσ. μαστιχῶμαι, άομαι ως γλώσσα τού Ησύχ. στο μασταρίζειν*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαστ ιχ ῶ, άλλος τ. τού ρ. μαστάζω < μάσταξ «στόμα, σαγόνι». Τόσο το μαστ αρύζω* όσο και το μαστ ιχ ώ αποτελούν… …   Dictionary of Greek

  • τέττιξ — ο, ΝΜΑ λόγια, σήμερα, ονομασία τού τζιτζικιού αρχ. 1. χρυσό κόσμημα τών μαλλιών, καρφίδα ή περόνη, το οποίο είχε ως κεφαλή τέττιγα από χρυσό και το οποίο φορούσαν αρχικά οι πριν από τον Σόλωνα Αθηναίοι ως ένδειξη ότι ήταν αυτόχθονες και αργότερα… …   Dictionary of Greek

  • υποτίτθιος — και ὑποτίθιος, ον, ΜΑ 1. αυτός που θηλάζει ακόμη, ὑπομάζιος*. βυζανιάρικος 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὑποτίτθια τα βρέφη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + τιτθός «μικρός μαστός» + κατάλ. ιος (πρβλ. ἐπι μάστ ιος)] …   Dictionary of Greek

  • φάσαξ — ακος, ὁ, Α συκοφάντης. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τού καθημερινού λεξιλογίου < φάσις (< φαίνω) + επίθημα αξ, ακος (πρβλ. μάστ αξ)] …   Dictionary of Greek

  • χονδριώ — άω, Α (για τους γυναικείους μαστούς) είμαι χονδρώδης ή θρομβώδης, σαν να είμαι γεμάτος από θρόμβους γάλακτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόνδρος + κατάλ. ιῶ/ ιάω που απαντά σε ρ. τα οποία δηλώνουν ασθένεια (πρβλ. μαστ ιῶ, οδοντ ιῶ)] …   Dictionary of Greek

  • Σελίμ — Όνομα Τούρκων σουλτάνων. 1. Σ. ο A’, γνωστός ως Γιαβούζ (= Σκληρός), γιος του Βαγιαζήτ B’ και εγγονός του Μωάμεθ του Πορθητή (1467 1520). Ανέβηκε στο θρόνο το 1512 με την υποστήριξη των Γενίτσαρων και έδειξε αμέσως τον αιμοχαρή χαρακτήρα του,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»