Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

μάρανσις

См. также в других словарях:

  • μάρανσις — causing to die away fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαράνσει — μάρανσις causing to die away fem nom/voc/acc dual (attic epic) μαράνσεϊ , μάρανσις causing to die away fem dat sg (epic) μάρανσις causing to die away fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαράνσεις — μάρανσις causing to die away fem nom/voc pl (attic epic) μάρανσις causing to die away fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάρανσιν — μάρανσις causing to die away fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάρανση — η (AM μάρανσις) [μαραίνω] μαρασμός, μάραμα αρχ. 1. ελάττωση, σμίκρυνση, έκλειψη 2. (για τη φωτιά) το σβήσιμο, η σβέση 3. (μετφ.) φθορά, παρακμή, αδυναμία («μαράνσει τὸν βίον ἐκλείπει», Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

  • ρυσή — και δωρ. τ. ῥυσά, Α (κατά το λεξ. Σούδα και κατά τον Φωτ.) «μάρανσις, ἢ γήρανσις». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. υποχωρητ. παρ. τού ῥυσῶ (Ι)] …   Dictionary of Greek

  • ԹԱՌԱՄՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0797 Chronological Sequence: Unknown date, 10c գ. ԹԱՌԱՄՈՒԹԻՒՆ ԹԱՌԱՄՈՒՄՆ. μάρανσις marcor Թառամիլն. թարշամիլն. *Զուարթացան ʼի փշազգածն թառամութենէ. Նար. յովէդ.: *Որ ʼի վերայ քաղաքին բարկութիւնն այն ʼի թառամումն դդմենոյն կտրեցաւ. Գեննադ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ԹԱՌԱՄՈՒՄՆ — ( ) NBH 1 0797 Chronological Sequence: Unknown date, 10c գ. ԹԱՌԱՄՈՒԹԻՒՆ ԹԱՌԱՄՈՒՄՆ. μάρανσις marcor Թառամիլն. թարշամիլն. *Զուարթացան ʼի փշազգածն թառամութենէ. Նար. յովէդ.: *Որ ʼի վերայ քաղաքին բարկութիւնն այն ʼի թառամումն դդմենոյն կտրեցաւ. Գեննադ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • μαράνσεως — μαράνσεω̆ς , μάρανσις causing to die away fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»