-
1 Λύτρα
Λύτρα ηЗаступница (о Богородице) -
2 λύτρα
η церк, заступница (о богоматери) -
3 λύτρα
λύτρονprice of release: neut nom /voc /acc pl -
4 λύτρα
[лигра] ουσ. о. πληθ. выкупΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > λύτρα
-
5 λύτρα
[лигра] ουσ ο πληθ выкуп. -
6 λύτρα
rançon -
7 λύτρα
okup (m) rzecz. -
8 λύτρα
výkupné -
9 λύτρα
ransomΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > λύτρα
-
10 rançon
λύτρα -
11 výkupné
λύτρα -
12 okup
λύτρα -
13 λύτρον
1 ransom, mostly in pl. (later sg., D.S.20.84, Plu.2.295c, etc.), τῶν λ. τὴν δεκάτην the tithe of the ransom-money, Hdt.5.77; Ἕκτορος λύτρα, title of Il.24 and of play by Aeschylus; λύτρα λαβεῖν τινος receive as ransom for.., Th.6.5;τῆς θυγατρὸς λύτρα φέρων Pl.R. 393d
; λύτρα ἀποδιδόναι, καταθεῖναι, pay ransom, D.53.11, 13; εἰσενεγκεῖν εἰς λύτρα contribute towards it, ib.7; ἀφιέναι ἄνευ λύτρων release without ransom, X.HG7.2.16, cf. Aeschin.2.100, D.19.169, etc.; δώσουσιν ἕκαστος λύτρα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ Κυρίῳ a ransom of his soul, LXX Ex.30.12; sg. in NT,λ. ἀντὶ πολλῶν Ev.Matt.20.28
, Ev.Marc.10.45;λ. ὑπὲρ γαμέτου IG14.607f
([place name] Carales); pl., sum paid for manumission of a slave, POxy.48.6 (i A. D.), etc.2 atonement, τί γὰρ λ. πεσόντος αἵματος; (so Canter for λυγρόν) A.Ch.48; of blood-money, LXX Ex.21.30, al.3 generally, recompense, λύτρον καμάτων for toil, Pi.I.8(7).1;συμφορᾶς Id.O.7.77
.II a plant, = λυσιμάχειος, Ps.-Dsc.4.3. -
14 выкуп
выкупм1. (действие) ὁ ἐξαγορασμός, ἡ ἐξαγόραση [-ις]·2. (плата) τά λύτρα, ἡ ἐξαγορά:вносить \выкуп πληρώνω λύτρα. -
15 λύτρον
-ου + τό N 2 17-0-1-2-0=20 Ex 21,30(bis); 30,12; Lv 19,20; 25,24price of release, ransom (mostly pl.) Prv 6,35λύτρα price of release, ransom Ex 30,12; οὐ λήμψεσθε λύτρα you shall accept no ransom Nm 35,31Cf. HILL 1967, 49-66; HORSLEY 1982 90; 1983 72-75; LE BOULLUEC 1989, 222; SCHENKER 1982a 33-34;1982 77-80; SPICQ 1982, 429-435; WEVERS 1990 337.494; YSEBAERT 1973, 8-9; →TWNT -
16 выкуп
-а α.εξαγορά• λύτρα•за пленных внесли большой выкуп για την εξαγορά των αιχμαλώτων πλήρωσαν πολλά λύτρα.
-
17 выкупить
-плю, -пишь, ρ.σ.μ.1. εξαγοράζω, παίρνω πίσω το ενέχυρο.2. απολυτρώνω, απελευθερώνω με λύτρα.3. αγοράζω μέχρι και το τελευταίο, όλα.απολυτρώνομαι, απελευθερώνομαι με λύτρα. -
18 λύτρον
λύτρον, ου, τό (s. λύω and next entry; Pind., Hdt. et al.; ins, pap, LXX, Philo, Joseph.; Mel., P. 91, 684; 103, 792) price of release, ransom (esp. also the ransom money for the manumission of slaves, mostly in pl.: Diod S 19, 85, 3; Polyaenus 4, 10, 1; POxy 48, 6 [86 A.D.]; 49, 8; 722, 30; 40; Mitt-Wilck. II/2, 362, 19; Jos., Ant. 12, 46, but also in sing.: Diod S 20, 84, 6 δοῦναι λύτρον; ins in KBuresch, Aus Lydien 1898 p. 197 [on this ins. and Dssm’s ref. to it, s. New Docs 2, 90]; Jos., Ant. 14, 371.—LMitteis, Reichsrecht und Volksrecht 1891, 388; FSteinleitner, Die Beicht 1913, 36ff; 59; 111) give up one’s life λ. ἀντὶ πολλῶν as a ransom for many (s. πολύς 1aβא) Mt 20:28; Mk 10:45 (BBlake, ET 45, ’34, 142; WHoward, ET 50, ’38, 107–10; JJeremias, Judaica 3, ’48, 249–64; ELohse, Märtyrer u. Gottesknecht, ’55, 116–22; CBarrett, NT Essays: TManson mem. vol. ’59, 1–18 [refers to 2 Macc 7:37].—Cp. Diod S 12, 57, 2; Dio Chrys. 64 [14], 11 λύτρα διδόναι; Jos., Ant. 14, 107 λ. ἀντὶ πάντων; Philo Bybl. [I/II A.D.]: 790 Fgm. 3b p. 814, 9 Jac. [in Eus., PE 1, 16, 44] ἀντὶ τῆς πάντων φθορᾶς … λ.). God gave his Son λ. ὑπὲρ ἡμῶν as a ransom for us Dg 9:2 (Mel., P. 103, 792 ἐγὼ τὸ λύτρον ὑμῶν [λουτρόν Bodmer]; Lucian, Dial. Deor. 4, 2 κριὸν λύτρον ὑπὲρ ἐμοῦ; schol. on Nicander, Alexiph. 560 λύτρα ὑπὲρ τῶν βοῶν; Philo, Spec. Leg. 2, 122; Jos., Ant. 14, 371 λ. ὑπὲρ αὐτοῦ). ἐπὶ σοὶ φανερώσει κύριος τὸ λ. τοῖς υἱοῖς Ἰσραήλ because of you the Lord will reveal the (promised) salvation to the people of Israel GJs 7:2. λ. τῶν ἁμαρτιῶν a ransom for sins B 19:10 v.l.—S. lit. on ἀπολύτρωσις, 2 end; also NLevinson, SJT 12, ’59, 277–78; DHill, Gk. Words and Heb. Mngs. ’67, 49–81, with correction of perspective in light of new discoveries New Docs 3, 72–75. S. SEG XXXIX, ’89, 1863 for list of ins.—DELG s.v. λύω. M-M. EDNT. TW. Spicq (in citation of SB III, 6293, 10 ὑπὲρ λυτρῶν is restored). Sv. -
19 κατα-βάλλω
κατα-βάλλω (s. βάλλω), 1) herabwerfen, herunterwerfen, zu Bodenstürzen; in tmesi, πρίν με κατὰ πρηνὲς βαλέειν Πριάμοιο μέλαϑρον Il. 2, 414; ἡ δὲ μέγα ἰάχουσα ἀπὸ ἕο κάββαλεν υἱόν 5, 343, sie ließ den Sohn zur Erde fallen; vom Adler, πὰρ δὲ Διὸς βωμῷ κάββαλε νεβρόν 8, 249; κάββαλ' ἐπ' ἠπείροιο Hes. Th. 189; κατ' ἀγρίῳ ἐν πυρὶ βάλλω Theocr. 2, 54; von den schmeichelnden Hunden, οὔατα κάββαλεν, er ließ die Ohren hangen, senkte sie, Od. 17, 302; vgl. Eur. καταβαλὼν τὰς ὀφρῦς Cycl. 167; vom Hirsch, καταβάλλειν τὰ κέρατα, das Geweih abwerfen, Arist. H. A. 6, 18 u. öfter; p. πρᾶτον ἴουλον ἀπὸ κροτάφων, den ersten Bart herabwallen lassen, Theocr. 15, 85; Ggstz ἀναστῆσαι, Plat. Charm. 155 b; αἴσχιον ἐν πάλῃ τὸ πίπτειν ἢ τὸ καταβάλλειν Hipp. min. 374 a; vgl. Plut. Pericl. 8; καταβάλλειν ἀπὸ τοῦ ἵππου, vom Pferde herunterwerfen, Xen. Hell. 5, 2, 41; übertr., ἀπ' ἐλπίδος Plat. Euthyphr. 15 e; zerstören, τὰ οἰκήματα οὐ κατέβαλλε Her. 1, 17; τὰ ϑεῶν ἀγάλματα, umstürzen, 8, 109; πολλοὺς Λακεδαιμονίων, niederstrecken, 9, 63, wie Lys. πατάξας τινά 13, 87; ἔνϑεν καὶ ἔνϑεν ἠκόντιζον καὶ πολλοὺς αὐτῶν κατέβαλλον Xen. Hell. 3, 2, 3, vgl. Cyr. 1, 3, 14; πατάξαι καὶ καταβαλεῖν τὴν παρϑένον Plut. Cim. 6; Pol. 5, 17, 4 u. a. Sp. – So ist auch vielleicht ἱερεῖα καταβάλλειν Isocr. 2, 20 zu nehmen, wenn es nicht wie unten 3) »die gesetzmäßigen Opfer abtragen, erlegen« ist; vgl. Eur. καλὸν τὸ ϑῦμα καταβαλοῦσα δαίμοσιν Bacch. 1244 u. σφάγια Or. 1603. – 2) in einen Zustand hineinversetzen, mit Heftigkeit oder plötzlich, εἰς συμφοράς Eur. I. T. 606, εἰς ἀπορίαν Plat. Phil. 15 e Hipp. mai. 286 c; εἰς ἀπιστίαν Phaed. 88 c; εἰς φόβον Epist. VII, 333 c; εἰς φϑόνον ib. 344 c; εἶς δόξαν Rep. VII, 538 d. Auch med., sich stürzen, εἰς φϑόνον καὶ ἀπορίαν Plat. ep. VII, 344 c; vgl. ἐξάρας με ὑψσῦ ἐς τὸ μηδὲν κατέβαλες, du stießest mich von der Höhe in das Nichts hinab, Her. 9, 79. – Aehnlich im eigtl. Sinne εἰς γῆν φυτὸν καὶ σπέρμα Plat. Theaet. 149 e, aussäen; übertr., οὐδὲ σπέρμα δεῖ καταβάλλειν ἐν τῇ πόλει οὐδένα τοιούτων πραγμάτων Dem. 24, 154. – Ueberhaupt verbreiten, καταβάλλειν φάτιν, das Gerücht verbreiten, Her. 1, 122; δεδημοσιωμένα που καταβέβληται γεγραμμένα Plat. Soph. 232 b; πολλοὶ λόγοι πρὸς αὐτὰ καταβέβληνται Arist. Eth. 1, 3 (s. unten 4). – 3) niederlegen, hinlegen, Ar. Ach. 165 Ran. 1124. – Besonders Geld erlegen, zu dessen Bezahlung man verpflichtet ist, u. überhaupt Geld einbringen, abwerfen, ἡ λίμνη ἐς τὸ βασιλεῖον καταβάλλει ἐπ' ἡμέρην ἑκάστην τάλαντον ἐκ τῶν ἰχϑύων Her. 2, 149; τὰ νόμιμα Plat. Legg. V, 742 b XI, 932 d; χρήματα Andoc. 1, 73; entrichten, Thuc. 1, 27; τέλη ὠνούμενος μὴ καταβάλλειν Dem. 24, 144; ζημίας ib. 83; τὰς καταβολάς 59, 27; Sp., wie Plut. Them. 24; bezahlen, Strab. V, 224; λύτρα πολεμίοις D. Hal. 2, 10; ὑπέρ τινος, Luc. vit. auct. 25. – Ein Zeugniß ablegen, ἡ μαρτυρία κατεβάλλετο ἐνταῦϑα Dem. 34, 46. – 4) verwerfen, Sp., bes. pass., αἱ καταβεβλημέναι ὑποϑέσεις Arist. Pol. 8, 2, wenn dies nicht zu 2) gehört, die allgemein verbreiteten, gewöhnlichen, u. deshalb nicht bewnders zu achtenden; Isocr. aber vrbdt τοῦ μὴ τῶν καταβεβλημένων εἷς εἶναι μηδὲ τῶν κατημελημένων, 12, 8, wobei an den zu Boden gestreckten Ringer zu denken ist. – Med. für sich niederlegen, bes. den Grund zu Etwas, οἷον δή τις ναυπηγὸς τὴν τῆς ναυπηγίας ἀρχὴν καταβαλλόμενος Plat. Legg. VII, 803 a; übh. begründen, anfangen, ὦ μεγάλων ἀχέων καταβαλλομένα μέγαν οἶτον Eur. Hel. 164, vgl. pass. ὅταν δὲ κρηπὶς μὴ καταβληϑῇ γένους ὀρϑῶς, ἀνάγκη δυςτυχεῖν τοὺς ἐκγόνους Herc. Fur. 1261; τοὐπτάνιον, einrichten, Sosip. Ath. IX, 318 d; Sp. häufiger, Ἀρίστιππος τὴν Κυρηναϊκὴν φιλοσοφίαν κατεβάλετο Strab. XVII, 837, er gründete die kyrenäische Schule, wie ὁ Στωικῶν αἵρεσιν καταβαλόμενος Plut. de Alex. fort. 1, 6; ἐξ ἀρχῆς καινὴν νομοϑεσίαν καταβαλόμενος D. Sic. 12, 20; ἱστορικὰς πραγματείας D. Hal. 1, 1. Von der Weltschöpfung, K. S. Vgl. καταβολή.
-
20 ἀποινάω
ἀποινάω ( ποινή), gegen ein Blutgeld einem Mörder seine Schuld erlassen, ein Lösegeld von Einem fordern, Dem. 23, 28 im Gesetz, wo er nachher χρήματα πράττεσϑαι erklärt. – Med., sich ein Lösegeld geben lassen, Eur. Rhes. 177 τίν' οὖν Ἀχαιῶν ζῶντ' ἀποινᾶσϑαι ϑέλεις, Schol. λύτρα λαβὼν ἀπολῦσαι. Dah. Vergeltung üben, τινός, wofür, ὅπως πολυφόνου χειρὸς ἀποινάσαιο Eur. Rhes. 466. Vgl. ἀποινόω.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
λύτρα — τα τα χρήματα που δίνονται για την απελευθέρωση ομήρων κτλ.: Αφού πήραν τα λύτρα απελευθέρωσαν το παιδί που είχαν απαγάγει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λύτρα — η αυτή που λυτρώνει, που ελευθερώνει. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λυ τού λύω + κατάλ. τρα (πρβλ. δουλεύ τρα, ράφ τρα)] … Dictionary of Greek
λύτρα — λύτρον price of release neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ВЫКУП ЗА ВОЕННОПЛЕННЫХ — • Λύτρα. Выкупные деньги за военнопленных, отличаются от ποινή при кровной мести, обыкновенно назначавшиеся победителем произвольно; при обыкновенных, международных войнах 2 3 мины, позднее 3 5; более знатные лица выкупались за более… … Реальный словарь классических древностей
Λύτρας, Nικηφόρος — (Πύργος Τήνου 1832 – Αθήνα 1904). Ζωγράφος. Υπήρξε ένας από τους κορυφαίους εκπροσώπους της ελληνικής τέχνης του 19ου αι. Ξεκίνησε τις σπουδές του στη Σχολή Καλών Τεχνών με καθηγητή τον Τιρς, ο οποίος αναγνώρισε το ταλέντο του και τον προσέλαβε,… … Dictionary of Greek
Ιακωβίδης, Γεώργιος — (Λέσβος 1853 – 1932). Ζωγράφος. Η καλλιτεχνική του ιδιοφυΐα αναδείχθηκε από την παιδική του ηλικία. Σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου (1870 77), όπου διδάχθηκε ζωγραφική από τον Βικέντιο Λάντσα και τον Νικηφόρο… … Dictionary of Greek
λυτρώνω — (AM λυτρῶ, όω) [λύτρα] 1. απελευθερώνω αιχμάλωτο λαμβάνοντας λύτρα, ως αντάλλαγμα 2. απαλλάσσω κάποιον από κακό (α. «ο θάνατος τόν λύτρωσε από τα βάσανα» β. «μηδ ἐκ τῶν ἰδίων λελυτρῶσθαι πένητες ἄνθρωποι», Δημοσθ.) μσν. εξαγοράζω αρχ. 1. (κατά… … Dictionary of Greek
λύτρο — το (AM λύτρον) συν. στον πληθ. τα λύτρα το χρηματικό ποσό που καταβάλλεται για απελευθέρωση αιχμαλώτου («οι απαγωγείς ζήτησαν λύτρα για να τόν ελευθερώσουν») μσν. 1. διάσωση, απελευθέρωση 2. σωτηρία αρχ. 1. ποσό που καταβάλλεται για ανάληψη… … Dictionary of Greek
Γύζης, Νικόλαος — (Σκλαβοχώρι Τήνου 1842 – Μόναχο 1901).Ζωγράφος. Η ζωή και η τέχνη του Γ. όπως παρουσιάζονται μέσα από την προσωπική αλληλογραφία, το ημερολόγιο και το ζωγραφικό έργο του, βαδίζουν παράλληλα σε μια συνεχή εσωτερική ψυχική και πνευματική ανοδική… … Dictionary of Greek
Λύτρας — Επώνυμο οικογένειας καλλιτεχνών, γιων του ζωγράφου Νικηφόρου Λύτρα (βλ. λ.). 1. Λύσανδρος (Αθήνα 1885 – Αλεξάνδρεια 1921). Ηθοποιός. Ασχολήθηκε με το θέατρο μετά την ολοκλήρωση των γυμνασιακών του σπουδών. Πρωτοεμφανίστηκε το 1908 στον θίασο της… … Dictionary of Greek
Μπουζιάνης, Γεώργιος — (Αθήνα 1885 – 1959). Ζωγράφος. Γιος εμπόρου καταγόμενου από την Τρίπολη, γράφτηκε το 1900 ακολουθώντας τις προτροπές του φίλου του ζωγράφου Αργυρού στη Σχολή Καλών Τεχνών, όπου είχε δασκάλους τον Ροιλό, τον Νικηφόρο Λύτρα, τον Γερανιώτη, τον… … Dictionary of Greek