Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

λῠρ-ίς

См. также в других словарях:

  • Leyer, die — Die Leyer, plur. die n, Diminut. das Leyerchen, Oberd. Leyerlein, ein Nahme eines zwiefachen musikalischen Werkzeuges. 1) Die Leyer der Alten, Lat. Lyra, war eine Art Harfe, welche anfänglich drey Saiten hatte, deren Zahl mit der Zeit bis auf… …   Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart

  • ήτορ — ἦτορ, το (Α) (επικ. και λυρ. λέξη στον Όμηρο μόνο σε ονομ. και αιτ. η δοτ. ἤτορι μόνο στον Σιμων.) 1. η καρδιά α) ως μέλος τού ανθρώπινου σώματος («στήθεσι πάλλεται ἦτορ», Ομ. Ιλ.) β) ως έδρα τής ψυχής, τής ζωής, η ζωή («μή πως φίλον ἦτορ… …   Dictionary of Greek

  • εύτροχος — εὔτροχος, ον (ΑΜ), επικ. και λυρ. τ. ἐΰτροχος, ον (Α) μσν. αυτός που κινείται ελεύθερα αρχ. 1. αυτός που έχει ωραίους τροχούς ή που οι τροχοί του λειτουργούν καλά («ὃς κ ἰθύνοι ἡμιόνους καὶ ἅμαξαν ἐΰτροχον», Ομ. Ιλ.) 2. κυκλικός, ολοστρόγγυλος… …   Dictionary of Greek

  • καμ — κάμ (Α) επικ. και λυρ. συγκεκομμένος τ. τής πρόθ. κατά πριν από μ («κὰμ μέσσον πεδίον» αντί «κατά μέσσον», Ομ. Ιλ.) …   Dictionary of Greek

  • κιθαρωδός — ό, ἡ (Α κιθαρωδός, ὁ, ἡ, ποιητ. τ. κιθαραοιδός, θηλ. και κιθαρωδίστρια) αυτός που παίζει κιθάρα και ταυτοχρόνως τραγουδά («ὡς κιθαρῳδῶν κιθαριζόντων ἐν ταῑς κιθάραις αὐτῶν», ΚΔ) αρχ. είδος ψαριού τής Ερυθράς Θάλασσας, κίθαρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • κλεεννός — κλεεννός, ά, όν (Α) [κλέος] (αιολ. λυρ. τ.) βλ. κλεινός …   Dictionary of Greek

  • μ' — (I) (AM μ ) τύπος που προέρχεται από έκθλιψη αντί τού με. (II) μ (Α) (σπάν. επικ. και λυρ. τ.) αντί τού μοι («ὅς μ ἔθελεν φιλότητι μιγήμεναι οὐκ ἐθελούση», Ομ. Ιλ.) …   Dictionary of Greek

  • μελιπτέρωτος — μελιπτέρωτος, ον (Α) (σχετικά με μέλος, τραγούδι) αυτός που πετά με φτερά γλυκά σαν το μέλι, ο γλυκύς, ο μελωδικός («μέλεα μελιπτέρωτα Μουσᾱν» τα μελωδικά, τα γλυκόηχα άσματα τών Μουσών, Λυρ. Αδέσπ.) …   Dictionary of Greek

  • μελιτόρρυτος — μελιτόρρυτος, ον (Α) αυτός που εκχύνει μέλι ή ρέει σαν μέλι («μελιτόρρυτον νέκταρ», Λυρ. Αδέσπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι, ιτος + ῥυτός(< ῥέω), πρβλ. μελί ρρυτος] …   Dictionary of Greek

  • μονάκριβος — η, ο (Μ μονάκριβος, η, ον) 1. (για παιδιά ή και γι αδέλφια) ένας και γι αυτό πολύ αγαπητός («κάποια νια πεντάμορφη, μονάκριβη δασκάλου θυγατέρα», Ζέρβ. λυρ.) 2. (κατ επέκτ.) καθένας που είναι πολύ αγαπητός 3. (για πράγματα) μοναδικός («έχω ένα… …   Dictionary of Greek

  • νεόλυτος — νεόλυτος, ον (Α) αυτός που διαλύθηκε ή αναλύθηκε με νέο τρόπο («νεόλυτα μέλεα», Λυρ. Αδέσπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + λυτος (< λύω)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»