-
1 λύριον
-
2 λυριστής
A player on the lyre, Plin.Ep.9.17.3, Artem.4.72; un-[dialect] Att. acc. to Hellad. ap. Phot. Bibl.p.529 B.:—fem. [suff] λῠρ-ίστρια, ἡ, Sch.Juv.11.162.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λυριστής
-
3 λυραοιδός
A one who sings to the lyre, AP7.612 (Agath.), APl.4.279:—[var] contr. [full] λῠρῳδός, AP6.118 (Antip.), Plu.Sull.33: Adj. -ῳδὸς ἁρμονία Callistr.Stat.7
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λυραοιδός
-
4 λυρίζω
II trans., play on the lyre,ποιήματα Phalar.Ep. 67.1
. -
5 λυρικός
A of or for the lyre, lyric,μοῦσα Anacreont.2
B 2;τέχνη Plu.2.13b
;τὰ κωμικὰ καὶ τραγικὰ καὶ λ. Phld.Po.2.35
.II as Subst. λ., ὁ, lyrist, AP11.78 (Lucill.), Plu.Num.4; or, lyric poet, Cic.Orat.55.183, Plu.2.1142b.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λυρικός
-
6 λυρισμός
λῠρ-ισμός, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λυρισμός
-
7 λυρώδης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λυρώδης
-
8 λυρωνία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λυρωνία
-
9 λυρῳδέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λυρῳδέω
-
10 λυρῳδία
λῠρ-ῳδία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λυρῳδία
-
11 λυρῳδός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λυρῳδός
См. также в других словарях:
Leyer, die — Die Leyer, plur. die n, Diminut. das Leyerchen, Oberd. Leyerlein, ein Nahme eines zwiefachen musikalischen Werkzeuges. 1) Die Leyer der Alten, Lat. Lyra, war eine Art Harfe, welche anfänglich drey Saiten hatte, deren Zahl mit der Zeit bis auf… … Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart
ήτορ — ἦτορ, το (Α) (επικ. και λυρ. λέξη στον Όμηρο μόνο σε ονομ. και αιτ. η δοτ. ἤτορι μόνο στον Σιμων.) 1. η καρδιά α) ως μέλος τού ανθρώπινου σώματος («στήθεσι πάλλεται ἦτορ», Ομ. Ιλ.) β) ως έδρα τής ψυχής, τής ζωής, η ζωή («μή πως φίλον ἦτορ… … Dictionary of Greek
εύτροχος — εὔτροχος, ον (ΑΜ), επικ. και λυρ. τ. ἐΰτροχος, ον (Α) μσν. αυτός που κινείται ελεύθερα αρχ. 1. αυτός που έχει ωραίους τροχούς ή που οι τροχοί του λειτουργούν καλά («ὃς κ ἰθύνοι ἡμιόνους καὶ ἅμαξαν ἐΰτροχον», Ομ. Ιλ.) 2. κυκλικός, ολοστρόγγυλος… … Dictionary of Greek
καμ — κάμ (Α) επικ. και λυρ. συγκεκομμένος τ. τής πρόθ. κατά πριν από μ («κὰμ μέσσον πεδίον» αντί «κατά μέσσον», Ομ. Ιλ.) … Dictionary of Greek
κιθαρωδός — ό, ἡ (Α κιθαρωδός, ὁ, ἡ, ποιητ. τ. κιθαραοιδός, θηλ. και κιθαρωδίστρια) αυτός που παίζει κιθάρα και ταυτοχρόνως τραγουδά («ὡς κιθαρῳδῶν κιθαριζόντων ἐν ταῑς κιθάραις αὐτῶν», ΚΔ) αρχ. είδος ψαριού τής Ερυθράς Θάλασσας, κίθαρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
κλεεννός — κλεεννός, ά, όν (Α) [κλέος] (αιολ. λυρ. τ.) βλ. κλεινός … Dictionary of Greek
μ' — (I) (AM μ ) τύπος που προέρχεται από έκθλιψη αντί τού με. (II) μ (Α) (σπάν. επικ. και λυρ. τ.) αντί τού μοι («ὅς μ ἔθελεν φιλότητι μιγήμεναι οὐκ ἐθελούση», Ομ. Ιλ.) … Dictionary of Greek
μελιπτέρωτος — μελιπτέρωτος, ον (Α) (σχετικά με μέλος, τραγούδι) αυτός που πετά με φτερά γλυκά σαν το μέλι, ο γλυκύς, ο μελωδικός («μέλεα μελιπτέρωτα Μουσᾱν» τα μελωδικά, τα γλυκόηχα άσματα τών Μουσών, Λυρ. Αδέσπ.) … Dictionary of Greek
μελιτόρρυτος — μελιτόρρυτος, ον (Α) αυτός που εκχύνει μέλι ή ρέει σαν μέλι («μελιτόρρυτον νέκταρ», Λυρ. Αδέσπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι, ιτος + ῥυτός(< ῥέω), πρβλ. μελί ρρυτος] … Dictionary of Greek
μονάκριβος — η, ο (Μ μονάκριβος, η, ον) 1. (για παιδιά ή και γι αδέλφια) ένας και γι αυτό πολύ αγαπητός («κάποια νια πεντάμορφη, μονάκριβη δασκάλου θυγατέρα», Ζέρβ. λυρ.) 2. (κατ επέκτ.) καθένας που είναι πολύ αγαπητός 3. (για πράγματα) μοναδικός («έχω ένα… … Dictionary of Greek
νεόλυτος — νεόλυτος, ον (Α) αυτός που διαλύθηκε ή αναλύθηκε με νέο τρόπο («νεόλυτα μέλεα», Λυρ. Αδέσπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + λυτος (< λύω)] … Dictionary of Greek