Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

λῖτον

См. также в других словарях:

  • Λίτον — (Lytton). Επώνυμο οικογένειας Άγγλων συγγραφέων και πολιτικών. 1. Έντουαρντ Τζορτζ (Edward George, 1803 – 1873). Συγγραφέας και πολιτικός. Σπούδασε σε ιδιωτικές σχολές και στο κολέγιο της Αγίας Τριάδας (Trinity College) στο Καντέρμπουρι.… …   Dictionary of Greek

  • λιτόν — λιτός simple masc acc sg λιτός simple neut nom/voc/acc sg λῑτόν , λιτός simple masc acc sg λῑτόν , λιτός simple neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • GYMNOPODIA — Gr. Πυμνοπόδια, apud Polluc. l. 7. c. 22. inter calceorum muliebrium specie, quae pedem ostenderent. Cuiusmodi calceis Graecas mulieres delectatas olim, notum. Certe principes Graecarum formâ Thebanas mulieres, ore tecto, pedibus per calceos pene …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PAPA — I. PAPA nomen olim commune omnium Episcoporum, quos nude Fapas appellabant: Papiae. Admirabilis, maior, pater et custos. Hinc Veter. Eipstolae Epifcopis in scriptae, Domino Papae N. salutem, ut patet ex Augustino Ep. 13. 18. 222, 256. Hieronymo… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PHOENIX — I. PHOENIX Agenoris filius, Cadmi frater, qui Phoenicibus imperavit, a quo Phoenicia, ut quidam volunt. Frater fuit Cadmi, Cilicis et Europae, quam Iuppiterrapuit. Solinus tamen Cilicem facit Phoenicis filium, c. 38. quemadmodum Europam eiusdem… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • εύογκος — εὔογκος, ον (Α) 1. αυτός που έχει καλό, αρκετό όγκο, ο ογκώδης 2. φρ. «εὔογκος φωνή» ηχηρή (σε αντιδιαστολή με την ψιλή) φωνή 3. μτφ. βαρύς, σπουδαίος 4. αυτός που έχει σχετικώς μεγάλο όγκο ή έχει διασταλεί σε όγκο («τοιοῡτον γὰρ ἀποτελεῑ τὸ… …   Dictionary of Greek

  • σκέπας — αος, τὸ, Α 1. σκέπασμα, κάλυμμα (α. «χλαίνης λιτὸν σκέπας», Παρμ. β. «ζωσάμενοι σκέπασι λινοῑς», Πορφ.) 2. σκέπη, καταφύγιο («ἐπὶ σκέπας ἦν ἀνέμοιο», Ομ. Οδ.) 3. μτφ. πρόσχημα, πρόφαση. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. σκέπας είναι η αρχαιότερη τής …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • κριτική — Η νοητική ενέργεια του χαρακτηρισμού και της εκλογής και, γενικά, της κρίσης. Κοινή σε όλους τους ανθρώπους ως πρωταρχική ιδιότητα της νόησης, η κ. ασκείται σε κάθε αντικείμενο της γνώσης και, μεταξύ άλλων, στην τεχνική και στα προϊόντα των… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»